Εκπαίδευση
Διεθνές εκπαιδευτικό σεμινάριο για παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών και παράνομο εμπόριο στη Λάρνακα
Διεθνές εκπαιδευτικό σεμινάριο για την παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών και το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων άρχισε χθές Δευτέρα και ολοκληρώνεται την Πέμπτη στη Λάρνακα.
Το σεμινάριο διοργανώνουν το Γραφείο Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας σε συνεργασία με τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη, (Ο.Α.Σ.Ε.), με τη χρηματοδότηση του οποίου διεξάγεται το σεμινάριο. Στο σεμινάριο έχουν ενεργό εμπλοκή και στήριξη η Γενική Γραμματεία της Interpol, του Γραφείου Ηνωμένων Εθνών για θέματα που αφορούν στα ναρκωτικά και στο έγκλημα, (UNODC) και εμπειρογνώμονας εκπρόσωπος της Ελληνικής Αστυνομίας.
Στόχος του σεμιναρίου είναι η ενημέρωση και διαφώτιση των συμμετεχόντων αναφορικά με τα διαθέσιμα εργαλεία σε διεθνές επίπεδο για την πρόληψη και καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου πολιτιστικών αγαθών και αρχαιοτήτων και η ενίσχυση της συνεργασίας και επικοινωνίας όλων των εμπλεκόμενων σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Σε ομιλία του ο Χριστάκης Μαυρής, Βοηθός Αρχηγός Επιχειρήσεων, αναφέρθηκε στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 και είπε πως τότε «μεγάλο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού καταστράφηκε, λεηλατήθηκε και διατέθηκε παράνομα σε διάφορες χώρες του κόσμου από τους Τούρκους λαθρεμπόρους τέχνης. Η Κυπριακή Αστυνομία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο συγκεκριμένο θέμα και μεταξύ άλλων έχει καθιερώσει (από το 1998) Γραφείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς, το οποίο ασχολείται κυρίως με την προστασία και διατήρηση της Κυπριακής Πολιτιστικής Κληρονομιάς και την επιστροφή (επαναπατρισμό) κλεμμένων έργων τέχνης και αρχαιοτήτων με κυπριακή προέλευση, στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους».
Επιπλέον, είπε, «η συγκεκριμένη Υπηρεσία εργάζεται για την πρόληψη και την καταπολέμηση τέτοιων αδικημάτων, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Σε εθνικό επίπεδο, η Κυπριακή Αστυνομία συνεργάζεται στενά με άλλους φορείς επιβολής του νόμου, κυβερνητικούς και μη κυβερνητικούς οργανισμούς και τη Χριστιανική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου». Σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, συνέχισε, «η Κυπριακή Αστυνομία συνεργάζεται στενά με τα αρμόδια όργανα (φορείς επιβολής του νόμου των κρατών μελών της ΕΕ, EUROPOL, INTERPOL, ΟΑΣΕ κ.λπ.), με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών, και βέλτιστων πρακτικών στον αγώνα εναντίον αυτής της σοβαρής μορφής εγκληματικότητας».
Σύμφωνα με τον κ. Μαυρή, «η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας υπέγραψε διμερείς συμφωνίες που αφορούν τη συνεργασία της Αστυνομίας σε θέματα ασφαλείας και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, στις οποίες περιλαμβάνονται ειδικές διατάξεις για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης έργων τέχνης και αρχαιοτήτων».
Ταυτόχρονα εξέφρασε την εκτίμηση ότι «η Γενική Γραμματεία της INTERPOL, η EUROPOL, ο ΟΑΣΕ, το UNODC, η UNESCO, τα κράτη μέλη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλοι Ευρωπαϊκοί και Διεθνείς Οργανισμοί θα υποστηρίξουν και θα ενισχύσουν την ευρωπαϊκή και διεθνή συνεργασία, σε μια πιο αποτελεσματική στρατηγική, για την πρόληψη και την καταπολέμηση εγκλημάτων, κατά των πολιτιστικών αγαθών».
Είμαι πεπεισμένος, ανέφερε ο κ. Μαυρής, «ότι τα συμπεράσματα αυτού του σημαντικού σεμιναρίου θα είναι χρήσιμα και θα έχουν θετική συμβολή στην καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης έργων τέχνης και αρχαιοτήτων στην Ευρώπη και στον κόσμο. Είναι προφανές ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε την ιστορία και τον πολιτισμό καθώς η πολιτιστική κληρονομιά κάθε έθνους αποτελεί μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας».
Από την πλευρά της η Δρ. Μαρίνα Σολωμονίδου – Ιερωνυμίδου, Διευθύντρια του Τμήματος Αρχαιοτήτων, ανέφερε πως «τα τελευταία χρόνια η παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών και η καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς γενικά είναι θέματα που κλιμακώνονται σοβαρά, ειδικά στη γεωγραφική περιοχή στην οποία βρίσκεται η Κύπρος. Οι πολυάριθμες συνεχιζόμενες ένοπλες συγκρούσεις και οι ασταθείς πολιτικές καταστάσεις στην περιοχή, πλήττουν σοβαρά την ανεκτίμητη πολιτιστική κληρονομιά με πολλούς τρόπους, λεηλασίες, παράνομη διακίνηση και κατεδαφίσεις».
Πρόσθεσε ότι «στις περισσότερες περιπτώσεις η σκόπιμη καταστροφή πολιτιστικών στοιχείων μιας κοινότητας, όπως η αρχιτεκτονική, η λογοτεχνία, οι τέχνες και η γλώσσα, στοχεύει στην εξάλειψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών μιας ομάδας, με άλλα λόγια ο σκοπός είναι να διαγραφεί η συλλογική μνήμη. Μια άλλη πτυχή όμως της λεηλασίας και της κλοπής της πολιτιστικής κληρονομιάς αφορά το οικονομικό κέρδος, δεδομένου ότι υπάρχει μια ιδιαίτερα ακμάζουσα αγορά αρχαιοτήτων σε διεθνή κλίμακα».
Αφού ανέφερε ότι «η πολιτιστική κληρονομιά της Κύπρου αποτελεί συνεχιζόμενο θύμα τέτοιων εξελίξεων», η κα. Ιερωνυμίδου σημείωσε πως «η τουρκική εισβολή και η στρατιωτική κατοχή που ακολούθησε σε πάνω από το ένα τρίτο της Δημοκρατίας, υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι καταστροφικές για την πολιτιστική κληρονομιά του νησιού. Ένα μεγάλο ποσοστό της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου εξακολουθεί να μην είναι προσβάσιμο στις αρμόδιες αρχές με αποτέλεσμα μουσεία, μνημεία και οι τοποθεσίες να έχουν παραμεληθεί, καταστραφεί και λεηλατηθεί και οι κινητές αρχαιότητες έχουν παράνομα διακινηθεί». Επιπλέον ένας πολύ μεγάλος αριθμός αρχαιοτήτων από την Κύπρο βρήκαν το δρόμο τους στις αγορές αρχαιοτήτων παγκοσμίως, πρόσθεσε.
Στην ομιλία της η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχαιοτήτων αναφέρθηκε και στην εθνική νομοθεσία της Κύπρου, το Νόμο Περί Αρχαιοτήτων που όπως είπε «είναι ένα εξαιρετικά ισχυρό εργαλείο στις προσπάθειές μας να καταπολεμήσουμε την παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών. Ο Νόμος περί αρχαιοτήτων τροποποιήθηκε το 2012 και το 2014 με περαιτέρω περιορισμούς στην κατοχή και χρήση ανιχνευτών μετάλλων, ο ορισμός της αρχαιότητας τροποποιήθηκε για να συμπεριλάβει αντικείμενα που χρονολογούνται πριν από εκατό ή περισσότερα χρόνια και έγιναν προβλέψεις για την ενίσχυση της προστασίας της υποβρύχιας αρχαιολογικής κληρονομιάς στα χωρικά ύδατα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και στην παρακείμενη ζώνη».
«Επιπλέον αυξήθηκαν οι ποινές (υψηλότερα πρόστιμα) για την αποτροπή της προσβολής των αδικημάτων που σχετίζονται με την πολιτιστική κληρονομιά και την αντιμετώπιση των αρχαιοτήτων, η οποία εδώ και χρόνια ήταν ανενεργή και απαγορευμένη», ανέφερε.
Είπε ακόμα ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία έχει συνάψει διμερείς συμφωνίες με τρίτες χώρες για την επιβολή ελέγχων εισαγωγής σε πολιτιστικά αγαθά που έχουν εξαχθεί παράνομα από τη χώρα καταγωγής τους» και εξέφρασε την πεποίθηση ότι «μέσω της εθνικής και διεθνούς συνεργασίας όλων των εμπλεκομένων παραγόντων, των κατάλληλων πολιτικών και της κατάλληλης νομοθεσίας, μπορούμε να καταπολεμήσουμε τη λεηλασία και την παράνομη διακίνηση».
Σημειώνεται ότι ανάμεσα στους συμμετέχοντες στο σεμινάριο θα βρίσκονται εκπρόσωποι της UNESCO, της EUROPOL, του US Immigration Customs Enforcement, (ICE), του Παγκόσμιου Οργανισμού Τελωνείων, (WCO), της Κυβέρνησης του Καναδά, καθώς και εκπρόσωποι του Άτυπου Δικτύου των Αρχών Επιβολής του Νόμου και Εμπειρογνωμοσύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον Τομέα των Πολιτιστικών Αγαθών (EU CULTNET).
Σε εθνικό επίπεδο, θα συμμετάσχουν εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Κύπρου, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, του Υπουργείου Εξωτερικών, του Τμήματος Αρχαιοτήτων, του Τμήματος Τελωνείων, της Κυπριακής Υπηρεσίας Πληροφοριών και της Αστυνομίας.
ΚΥΠΕ