Ρετρό
Η συλλόγη του άλατος απ’ την Αλυκή Λάρνακας
Από αρχαιοτάτων χρόνων η Αλυκή Λάρνακας παρήγαγε δύο προϊόντα: την πορφύρα και το άλας.
Η πορφύρα [Μurex] ήταν μια χρωστική ουσία που παραγόταν από τα όστρακα της λίμνης την οποία οι κάτοικοι του αρχαίου Κιτίου εμπορεύονταν στην Αίγυπτο, στις γειτονικές Συροπαλαιστινιακές ακτές και στα νησιά του Αιγαίου. Πορφυρέμπορας ήταν και οΜνασέα, πατέρας του στωϊκού φιλόσοφου Ζήνωνα του Κιτιέα.
Η παραγωγή, η συλλογή και η εμπορία άλατος έφτασε στα ψηλότερα επίπεδα την περίοδο της Ενετοκρατίας. Σύμφωνα με ιστορικά έγγραφα το αλάτι φορτωνόταν για τη Βενετία σε μεγάλες εμπορικές νάβες που χωρούσε η κάθε μια 600 βαρέλια από το πολύτιμο υλικό. Ο αριθμός των πλοίων κυμαινόταν από 30 έως 100 ανάλογα με την ετήσια παραγωγή. Επί Τουρκοκρατίας το εμπόριο παρουσίασε κάμψη, ενώ επί Αγγλοκρατίας και μετά επί ανεξαρτησίας, ξανάρχισε η συστηματική εκμετάλλευση του προϊόντος που κράτησε μέχρι τη δεκαετία του ’80. Οι λόγοι που προβλήθηκαν για τη διακοπή της παραγωγής ήταν η μόλυνση από το μόλυβδο των σκαγιών που προέρχονταν από το Σκοπευτήριο και τα καυσαέρια των αυτοκινήτων. Μετά το 1974 προστέθηκε ακόμα ένας λόγος που ήταν τα λύματα από την οικιστική ανάπτυξη της πόλης προς την πλευρά της Αλυκής και τους συνοικισμούς.
Η διαδικασία της συλλογής του άλατος γινόταν στα μέσα Αυγούστου και διαρκούσε 4-5 βδομάδες. Οι εργάτες προέρχονταν από την Αραδίππου, τους Τρούλλους, τη Δρομολαξιά και τον Ψευδά. Οι πιο πολλοί από αυτούς ήταν ιδιοκτήτες γαϊδουριών. Επί αιώνες τα συμπαθή και υπομονετικά τετράποδα, χρησιμοποιούνταν ως εργαλεία μεταφοράς του προϊόντος. Τα ζώα αυτά – εκτός της υπομονής – έχουν ακόμα δύο ικανότητες που δεν έχουν τα άλογα και οι μούλες [ημίονοι] και που τα έκαναν απαραίτητα στη δουλειά αυτή. Μπορούσαν και κινούνταν στα στενά μονοπάτια του ενός μόλις μέτρου, που άνοιγαν οι εργάτες από τις όχθες μέχρι το κέντρο της Αλυκής, εκεί, όπου μάζευαν το χοντρό καλής ποιότητας άλας. Στο τέρμα των μονοπατιών, τα γαϊδούρια είχαν την ικανότητα της επί τόπου επαναστροφής, αποφεύγοντας να βουλιάζουν στο παχύ και λασπώδες υπόστρωμα του αλατιού.
Μια συναρπαστική φωτογραφία του Ρένου Ευρυβιάδη μας βοηθά να καταλάβουμε πως γινόταν η πρόσβαση μέσα στη Αλυκή και το μάζεμα. Από τη βορειοανατολική πλευρά της λίμνης, άνοιγαν 10 με 12 μονοπάτια τα οποία οδηγούσαν σε ισάριθμα «οικόπεδα» στο κέντρο της Αλυκής. Κάθετα των κεντρικών μονοπατιών ανοίγονταν μικρά περάσματα που διευκόλυναν το μάζεμα του αλατιού. Το αλάτι στις όχθες της Αλυκής ονομαζόταν αφρίτης, είχε λιγότερο βάρος και οικονομικά ήταν μη εμπορεύσιμο. Σε κάθε «οικόπεδο» δούλευαν 10-14 εργάτες. Τα τελευταία χρόνια τη θέση των τετράποδων πήραν τα μικρά συρόμενα βαγόνια.
Όταν τα γαϊδούρια μετέφεραν στην όχθη το άλας που η κάθε ομάδα μάζευε, ζυγιζόταν σε «καντάρι με τη μανιβέλλαν». Ένας τόνος ήταν 800 οκάδες. Οι εργάτες πληρώνονταν ανάλογα με την ποσότητα άλατος που μάζευαν. Ένας – δύο εξιδεικευμένοι εργάτες, οι κτίστες, με τη βοήθεια άλλων εργατών, αναλάμβαναν την τοποθέτηση του αλατιού σε μεγάλους σωρούς που είχαν σχήμα πυραμίδας. Με ειδικό σιδερένιο φτυάρι, «σφυρηλατούσαν» το άλας ώστε να γίνεται συμπαγές και να μην παρασύρεται από τη βροχή. Συνήθως κατασκεύαζαν δύο πυραμίδες, σπάνια τρεις.
Η σχηματοποίηση της πυραμίδας ακολουθούσε μια καθορισμένη διαδικάσια. Πρώτα, «κατασκεύαζαν» με το σιδερένιο φτυάρι τις πλευρές και μετά «γέμιζαν» το κέντρο της πυραμίδας που σταδιακά έπαιρνε το ανάλογο ύψος με τη βοήθεια πάντα των γαϊδουριών που μετέφεραν το άλας μέχρι την οριζόντια κορυφή της κατασκευής. Η πυραμίδα έπαιρνε το τελικό της σχήμα με το «κλείσιμο» του μονοπατιού που ακολουθούσαν τα ζώα για το ανέβασμά τους στη επίπεδη κορυφή της πυραμίδας.
Όλο το υλικό έχει αντιγραφεί από τη σελίδα larnacainhistory.wordpress.com