Οικονομία
Απόρρητη έκθεση για Λαϊκή Τράπεζα
Χάθηκε ευκαιρία οι κουρεμένοι καταθέτες της Λαϊκής και το σύνολο των πιστωτών να αποζημιωθούν με περισσότερα σεντς ανά μετοχή αν πωλείτο έγκαιρα το 4,81% των μετοχών που κατέχει η τράπεζα στην Τράπεζα Κύπρου. Η εμπιστευτική έκθεση που έστειλε την προηγούμενη εβδομάδα στον πρόεδρο της Βουλής Αδάμο Αδάμου ο ειδικός διαχειριστής της πρώην Λαϊκής Κλεόβουλος Αλεξάνδρου, μετά από αίτημα της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών, καταγράφει το ιστορικό πώλησης των θυγατρικών εταιρειών, τα χρήματα που εισπράχθηκαν, τα χρήματα που ξοδεύτηκαν σε ελεγκτικά και νομικά γραφεία, αλλά δεν αναφέρει… τι θα απομείνει για τους χιλιάδες κουρεμένους καταθέτες. Ο «Φ» εξασφάλισε την έκθεση και μεταφέρει κάποια από τα σημαντικά της σημεία.
Tα έξοδα που έγιναν είναι περίπου €37 εκατ. και τα έσοδα €220 εκατ. Όπως σημειώνεται στην έκθεση, οι κουρεμένες καταθέσεις ανήλθαν σε €3.823.575.308 και τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν απομείνει στη Λαϊκή δεν επαρκούσαν για την πλήρη αντιστάθμιση των καταθέσεων, ακόμη και αν τα έσοδα από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων ήταν τόσο υψηλά όσο η αξία που αναφέρει ο οίκος KPMG. Στις 31-3-2013 η αξία των περιουσιακών στοιχείων ήταν €663,39 εκατ. και τέλος Σεπτεμβρίου του 2020 ήταν €231,18 εκατ. Η συμμετοχή της Λαϊκής στο μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας Κύπρου ήταν 18%. Στις 12 Μαΐου 2017, η Αρχή Εξυγίανσης ανέθεσε στον ειδικό διαχειριστή να πουλήσει μόνο το ήμισυ του μεριδίου (21.467.720 μετοχές) στην τιμή των €3,05 ανά μετοχή και το ποσό είσπραξης ήταν €64,8 εκατ. Η πρόταση του ειδικού διαχειριστή για πώληση ολόκληρου του πακέτου μετοχών δεν έγινε αποδεκτή. Στην έκθεση αναφέρεται ότι από τον Μάιο του 2017 η τιμή των μετοχών της Τράπεζας Κύπρου ακολούθησε πτωτική τάση και ως αποτέλεσμα η αξία της επένδυσης της Λαϊκής μειώθηκε. Ενδεικτικά, η τιμή της μετοχής έπεσε σε €1,2 στις 31 Δεκεμβρίου 2019. Στις 31 Μαρτίου 2020 μειώθηκε περαιτέρω στα €0,70, ενώ στις 30 Σεπτεμβρίου 2020 μειώθηκε στα €0,4455, μειώνοντας έτσι την επενδυτική αξία στα 9,6 εκατ.
Σημειώνεται επίσης ότι στις 31 Μαρτίου 2013 οι απαιτήσεις για επιστροφή φόρου των ελληνικών υποκαταστημάτων της Λαϊκής έναντι του ελληνικού δημοσίου για τα έτη 2009 έως 2013 ανήλθαν σε €34,8 εκατ. (αποτίμηση KPMG). Από τον Απρίλιο του 2013 και μετά, έχουν τεθεί πολλές νέες φορολογικές απαιτήσεις και αμφισβητήθηκαν παλαιότερες αξιώσεις (τόσο εντός όσο και εκτός δικαστηρίων) και από τα δύο μέρη. Τον Δεκέμβριο του 2019 η Λαϊκή είχε το δικαίωμα να λάβει από το ελληνικό Δημόσιο €9,3 εκατ. με δικαστική απόφαση €8,3 εκατ. και άλλα €6 εκατ., αλλά ασκήθηκε έφεση από το ελληνικό δημόσιο. Σχετικά με την υπόθεση της Λαϊκής εναντίον του Ανδρέα Βγενόπουλου αναφέρεται στην έκθεση ότι οι νομικές διαδικασίες συνεχίζονται από τους νομικούς συμβούλους στο Λονδίνο DLA Piper και το γραφείο Χρύσης Δημητριάδης στην Κύπρο.