Εκπαίδευση

H μεταρρύθμιση της Ειδικής Εκπαίδευσης

Πηγή: philenews.com

 

Σε σημείωμα στην ιστοσελίδα του υπουργείου Παιδείας με τίτλο «Μεταρρύθμιση της Ειδικής Εκπαίδευσης», που υπογράφει η υπηρεσία διαδικτύου και επικοινωνίας του υπουργείου, περιγράφεται το ιστορικό των δράσεων για την αναθεώρηση της υφιστάμενης νομοθεσίας (αντικατάσταση των περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Νόμων του 1999 έως 2014) από τον Οκτώβρη 2017, όταν ο υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε στη Βουλή την πρόθεση του υπουργείου για διαμόρφωση ενός νέου νομοθετικού πλαισίου. Προστίθεται ότι «αμέσως μετά, το υπουργείο προχώρησε σε ανοικτή δημόσια διαβούλευση κατά την οποία οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να καταθέσουν τις απόψεις τους μέσω ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου και παράλληλα τον Φεβρουάριο 2018 εξασφαλίστηκε τεχνική βοήθεια από τη Γενική Διεύθυνση Υποστήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (Directorate General for Structural Reform Support) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με σκοπό τη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας». Σύμφωνα με το σημείωμα, το υπουργείο «συνεργάζεται με εμπειρογνώμονες του Ευρωπαϊκού Φορέα για την Ειδική και Ενιαία Εκπαίδευση ώστε να διαμορφωθεί ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο το οποίο θα εξυπηρετεί τις ανάγκες όλων ανεξαιρέτως των παιδιών. 

«Οι εμπειρογνώμονες –προστίθεται- υπέβαλαν συστάσεις για τροποποίηση της νομοθεσίας και πολιτικής που διέπει την Ειδική Εκπαίδευση και ετοίμασαν προσχέδιο νέας νομοθεσίας. Τόσο οι συστάσεις όσο και το προσχέδιο νόμου τέθηκαν σε διαβούλευση και συζητήθηκαν διεξοδικά σε συναντήσεις με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, οι οποίοι είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν τις απόψεις τους». Αναφέρεται ακόμα ότι «ετοιμάστηκε προσχέδιο των κανονισμών που είναι απαραίτητοι για την εφαρμογή του νόμου-πλαίσιο. Ως εκ τούτου, αναμένεται μέχρι τον Ιούνιο 2021 να έχει ολοκληρωθεί η ετοιμασία τόσο του νόμου όσο και των κανονισμών. Σημειώνεται ότι η νέα νομοθεσία δεν θα αφορά μόνο τα παιδιά με αναπηρία, αλλά θα αφορά όλα τα παιδιά συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ανήκουν σε ευάλωτες και ειδικές ομάδες πληθυσμού και βιώνουν φραγμούς στη μάθηση, καθώς και τα χαρισματικά και ταλαντούχα παιδιά».

Καταλήγει υπογραμμίζοντας ότι το υπουργείο «ενεργώντας στη βάση του σεβασμού του δικαιώματος φοίτησης όλων των παιδιών στο δημόσιο σχολείο, ανεξαρτήτως αναπηρίας, εθνικότητας, φύλου ή κοινωνικοοικονομικής προέλευσης, επιδιώκει να προσφέρει ίσες ευκαιρίες μάθησης σε όλα τα παιδιά στοχεύοντας σε μια μεταρρύθμιση η οποία θα εξασφαλίζει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο δράσης για την καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών όλων των παιδιών με αναπηρία. Επίσης, σέβεται όλες τις απόψεις που κατά καιρούς εκφράζονται και θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να υπάρξει η ευρύτερη δυνατή συναίνεση, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη το καλώς νοούμενο συμφέρον των παιδιών».

«Δικαίωμα σε υψηλής ποιότητας εκπαιδευτικές ευκαιρίες»

Σύμφωνα με το υπό συζήτηση νομοσχέδιο, «Ενιαία Εκπαίδευση σημαίνει σύστημα εκπαίδευσης που διασφαλίζει ότι όλοι οι μαθητές ασκούν το δικαίωμά τους σε υψηλής ποιότητας εκπαιδευτικές ευκαιρίες, φοιτώντας υπό δίκαιες και ισότιμες συνθήκες με τους συνομηλίκους τους στο σχολείο της τοπικής τους κοινότητας και περιλαμβάνει τη μάθηση και διδασκαλία που στηρίζεται στον καθολικό σχεδιασμό και παρέχει την αναγκαία στήριξη σε όλους τους μαθητές, για τη συνολική ανάπτυξή τους σε όλους τους τομείς (εκπαιδευτικό, ψυχοσυναισθηματικό, κοινωνικό) και σε όλες τις βαθμίδες Εκπαίδευσης (Δημοτικής, Μέσης), σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, συμπεριλαμβανομένης της προεπαγγελµατικής και επαγγελματικής κατάρτισης. “Εξειδικευμένο προσωπικό” σημαίνει όλους τους επαγγελματίες που κατέχουν ειδικές γνώσεις και δεξιότητες οι οποίες δύναται να προάγουν την παροχή ποιοτικής Ενιαίας Εκπαίδευσης. Περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ειδικό εκπαιδευτικό, συντονιστή ενιαίας εκπαίδευσης, εκπαιδευτικό ψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό, λογοπαθολόγο, εργοθεραπευτή, φυσιοθεραπευτή, μουσικοθεραπευτή, νοσοκόμο κ.ά.

 

 

“Ευάλωτες και ειδικές ομάδες μαθησιακού πληθυσμού” σημαίνει: 

(α) παιδιά με αναπηρία, όπως αυτή ορίζεται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες (UNCRPD)

(β) παιδιά με οποιοδήποτε χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί την εθνική, πολιτισμική ή κοινωνική τους ταυτότητα (π. χ. παιδιά από θρησκευτικές ή πολιτισμικές μειονότητες, Ρομά, πρόσφυγες, μετανάστες, παλιννοστούντες, ανήλικους παραβάτες, θύματα εμπορίας, πληγέντες από θεομηνίες και φυσικές καταστροφές, με δυσμενείς οικογενειακές και κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες κ.λπ.)

(γ) παιδιά με αυξημένο κίνδυνο για αναπτυξιακές και μαθησιακές δυσκολίες και

(δ) χαρισματικά και ταλαντούχα παιδιά.

“Εύλογες προσαρμογές” σημαίνει τις απαραίτητες και κατάλληλες διευκολύνσεις (κτηριακές, τεχνολογικές, ακαδημαϊκές και άλλες τροποποιήσεις και προσαρμογές) που απαιτούνται προκειμένου να διασφαλιστεί ότι όλοι οι μαθητές ανεξαιρέτως απολαμβάνουν ή ασκούν ισότιμα με τους άλλους το δικαίωμά τους σε υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, χωρίς όμως να επιβάλλουν δυσανάλογη ή αδικαιολόγητη επιβάρυνση, και περιλαμβάνουν όλα τα ενδεδειγμένα κατά περίπτωση μέτρα που υποχρεούνται να λαμβάνουν οι επαγγελματίες εκπαίδευσης για να εξασφαλίζεται σε όλους τους μαθητές η πλήρης και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην εκπαίδευση. “Καθολικός σχεδιασμός” σημαίνει την εναλλακτική και ευέλικτη  προσέγγιση μάθησης και διδασκαλίας για την αντιμετώπιση της ποικιλομορφίας των αναγκών και τη διασφάλιση της επιτυχίας και ευημερίας όλων των μαθητών, περιλαμβανομένου του σχεδιασμού των εκπαιδευτικών προϊόντων, περιβάλλοντων, προγραμμάτων και υπηρεσιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από όλους τους μαθητές, στον μέγιστο βαθμό χωρίς την ανάγκη προσαρμογής ή εξειδικευμένου σχεδιασμού και ενσωματώνει ευέλικτους στόχους, μεθόδους, υλικά και διαδικασίες αξιολόγησης και βασίζεται στην εκπαίδευση μέσω της παροχής πολλαπλών μέσων αναπαράστασης, πολλαπλών μέσων δράσης και έκφρασης και πολλαπλών μέσων εμπλοκής των μαθητών».

 

Το 20% «στοιβάζονται» σε ειδικές μονάδες και σχολεία

Σύμφωνα με στοιχεία της ΚΥΣΟΑ και της Παγκύπριας Συμμαχίας για την Αναπηρία, όπως τα παρέθεσαν στο υπόμνημα τους προς το υπουργείο Παιδείας, «το ποσοστό των παιδιών με «ειδικές ανάγκες» που στερούνται του δικαιώματος στην εκπαίδευση και εξακολουθούν να είναι αποκλεισμένα από την ενιαία εκπαίδευση αυξήθηκε σταδιακά από 15% που ήταν το έτος 2012 στο 20% το έτος 2017, ενώ συνωστίζονται/«στοιβάζονται» ολοένα και περισσότερα παιδιά με αναπηρίες στις ειδικές μονάδες και τα ειδικά σχολεία της χώρας μας.

Μας προβληματίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι το υπουργείο σας όχι μόνο δεν ανησυχεί για την ανοδική τάση που παρατηρείται αναφορικά με το ψηλό ποσοστό διακρίσεων, διαχωρισμού και αποκλεισμού μεγάλου αριθμού παιδιών με αναπηρίες από την εκπαίδευση και άρνησης απόδοσης σε αυτούς του ανθρώπινου δικαιώματος στην ενιαία εκπαίδευση, αλλά αντίθετα, με επένδυση πόρων για σκοπούς ενίσχυσης των διαχωριστικών πλαισίων δημιουργούνται νέες και ενισχύονται οι υφιστάμενες δομές διάκρισης και διαχωρισμού των παιδιών με αναπηρίες. Με τον τρόπο αυτό συμβάλλουν ακόμα περισσότερο στην αύξηση των «δομών διαχωρισμού» αντί των «δομών υποστήριξης» και των «δομών ενιαίας εκπαίδευσης» στις οποίες είναι υπόλογο το υπουργείο και κατ’ επέκταση στην αύξηση των ποσοστών των παιδιών με αναπηρίες που φοιτούν στα ειδικά σχολεία και άλλες δομές διάκρισης, διαχωρισμού και αποκλεισμού, υποχρεώνοντάς τα με τις πολιτικές που εφαρμόζει ή/και επιθυμεί να συνεχίσει να εφαρμόζει να φοιτούν σε αυτά, ακόμα και στην περίπτωση που οι εν λόγω διαχωριστικές δομές φέρουν διαφορετικό όνομα». Το υπόμνημα των δύο οργανώσεων καταλήγει με την προειδοποίηση ότι «σε περίπτωση που το υπουργείο σας εξακολουθεί να αρνείται την υλοποίηση των εισηγήσεων της Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, όπως αυτές αποτυπώνονται στις καταληκτικές παρατηρήσεις της για τη χώρα μας, είμαστε υποχρεωμένοι ως το κίνημα των ατόμων με αναπηρίες που τους εκπροσωπούμε σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, να υποβάλουμε σε αυτούς Αναφορά (Inquiry) με στόχο την υποχρέωση της χώρας μας στη λήψη των πιο ενδεδειγμένων μέτρων υποστήριξης των μαθητών με αναπηρίες, με σκοπό την έναρξη μιας σοβαρής προσπάθειας διασφάλισης του δικαιώματός τους στην ενιαία εκπαίδευση με την ετοιμασία και υλοποίηση ενός ξεκάθαρου, στοχευμένου και επαρκώς χρηματοδοτούμενου σχεδίου δράσης που να περιλαμβάνει πρόσβαση σε εύλογες προσαρμογές και επαρκή εκπαίδευση και κατάρτιση των εκπαιδευτικών».

Η ΚΥΣΟΑ και η Παγκύπρια Συμμαχία για την Αναπηρία αναφέρουν στο υπόμνημα ότι «αφού μελέτησαν προσεκτικά και σε βάθος τις διατάξεις του νομοσχεδίου και τις πρόνοιες των προτεινόμενων κανονισμών, διαπιστώνουν ότι δυστυχώς αυτές δε διαφέρουν καθόλου από τις διατάξεις του υφιστάμενου περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Νόμου του 1999.

Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο – προσθέτουν – όχι μόνο δεν καταργείται ή/και εξαλείφεται, αλλά παγιώνεται και ενισχύεται η υφιστάμενη πολιτική του βαθύτατου διαχωρισμού και αποκλεισμού των παιδιών με αναπηρίες από το εκπαιδευτικό σύστημα, συμβάλλοντας στον πλήρη αποκλεισμό και καταστροφή του μέλλοντός τους. Αναφερόμαστε, συγκεκριμένα, στο άρθρο 6 (2) του προτεινόμενου νομοσχεδίου «Επίπεδα στήριξης», οι πρόνοιες του οποίου επιτρέπουν τη νομιμοποίηση και καθιέρωση του διαχωρισμού τους μετά από αξιολόγηση με σκοπό την παροχή στήριξης σε συγκεκριμένη ομάδα που αναφέρεται ως «ευάλωτη και ειδική ομάδα μαθησιακού πληθυσμού», εκτός της γενικής τάξης που θα παρέχεται στον πολυδύναμο χώρο στήριξης ή σε κέντρο στήριξης της ενιαίας Εκπαίδευσης.

Αναφερόμαστε, περαιτέρω, στον κανονισμό με αρ. 28 «Πολυδύναμος χώρος στήριξης» που προβλέπει τη χρήση των πολυδύναμων χώρων στήριξης που θα δημιουργηθούν σε κάθε σχολείο ως χώρων διδασκαλίας μικρών ομάδων μαθητών που θα εκπαιδεύονται και εκτός της γενικής τάξης. Επίσης, προβλέπεται η χρήση τους και ως πολυαισθητηριακοί χώροι για παιδιά με σύνθετες ανάγκες υποστήριξης, ως χώροι δυνητικά μειωμένης διέγερσης, χαλάρωσης αλλά και ως χώροι για εξειδικευμένες δραστηριότητες, δηλαδή για θεραπείες και ως χώροι διδασκαλίας για χρήση υποστηρικτικής τεχνολογίας και ενίσχυσης της ανεξαρτησίας μαθητών. Με πιο απλά λόγια τα παιδιά με αναπηρίες, αν και θα βρίσκονται στα γενικά σχολεία, θα μπαίνουν στο περιθώριο και θα απομονώνονται στους πολυδύναμους χώρους στήριξης. Αντί δηλαδή όπως θα ανέμενε κανείς, να καταργούνται προοδευτικά οι πρόνοιες με τις οποίες προβλέπονται αναχρονιστικές δομές διαχωρισμού και διάκρισης που εξακολουθούν εδώ και δεκαετίες, οι δομές αυτές συντηρούνται, νομιμοποιούνται και μετονομάζονται απλώς σε «δομές ενιαίας εκπαίδευσης», λειτουργώντας κατά τρόπο αντίθετο προς κάθε πτυχή της πραγματικής, νομικής, δικαιωματικής, παιδαγωγικής και κοινωνιολογικής έννοιας της ενιαίας εκπαίδευσης «inclusive education». Στο προτεινόμενο νομοσχέδιο ο όρος ενιαία εκπαίδευση χρησιμοποιείται απλώς και μόνο για να αντικαταστήσει τον όρο ειδική εκπαίδευση που υπάρχει στον νόμο 1999. Με την προσέγγιση αυτή καθίσταται σαφές ότι το υπουργείο σας δεν έχει κατανοήσει, μέχρι σήμερα τουλάχιστο, τι είναι η ενιαία εκπαίδευση και άσκηση του δικαιώματος στην εκπαίδευση από τους μαθητές με αναπηρίες».

«Η αναπηρία δεν σημαίνει ανικανότητα αλλά διαφορετικότητα. Δεν είναι τα ίδια τα άτομα μια αναπηρία, αλλά η αναπηρία είναι μέρος της ταυτότητας τους. Όταν το άτομο με αναπηρία αποκλείεται από κάποιο σχολικό πλαίσιο, αυτό δεν συμβαίνει λόγω της αναπηρίας του, αλλά λόγω του τρόπου που αυτό το σχολικό πλαίσιο λειτουργεί. Αντί να αναλωνόμαστε λοιπόν στο να βρίσκουμε κριτήρια για να αποκλείσουμε τους μαθητές της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης, ας σκεφτόμαστε τρόπους να εκπαιδεύσουμε όλους τους μαθητές/τριες με απώτερο σκοπό την ενσωμάτωση τους στην κοινωνία.

Αδιαμφισβήτητα η συμπερίληψη τους στο σχολείο θα οδηγήσει αυτόματα και στην συμπερίληψη τους στην κοινωνία ως ενεργά και ισότιμα μέλη». Τα πιο πάνω έγραψαν η Μαρίνα Γεωργίου εκπρόσωπος Συνδέσμου ΔΕΠΥ Κύπρου (Σύνδεσμος Στήριξης Ατόμων με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής με/χωρίς Υπερκινητικότητα) και η Γιούλα Πιτσιάλη πρόεδρος «Αγκαλιάς Ελπίδας» σε επιστολή τους στις 28 Μαΐου 2021 προς τον διευθυντή μέσης τεχνικής, επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (ΜΤΕΕΚ) και τον διευθυντή μέσης γενικής εκπαίδευσης, με θέμα την ένταξη παιδιών ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης, της Γ΄ τάξης Γυμνασίου που θα φοιτήσουν σε κλάδους της ΜΤΕΕΚ.

 

Αυξημένες οι ασάφειες και οι γενικές ανησυχίες

«Οι προβληματισμοί και οι ανησυχίες με το προτεινόμενο νομοσχέδιο είναι αυξημένες» δήλωσε στον «Φ» η  Επίκουρη Καθηγήτρια Ειδικής και Ενιαίας Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας Λευκή Κουρέα, υπογραμμίζοντας ότι «όσο το όραμα και η στοχοθεσία δεν είναι ξεκάθαρα για το τι είδους ουσιαστική εκπαίδευση ζητάμε για τα παιδιά με αποκλίσεις στο κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα, τότε όποια μελλοντική προσπάθεια εφαρμογής νέων καινοτομιών θα έχουν αυξημένο κίνδυνο αποτυχίας». Αναφέρει σε σχετικό της σημείωμα για την εφημερίδα μας η κυρία Κουρέα: «Η ιστορία και η έρευνα στην Ειδική και Ενιαία Εκπαίδευση στην Κύπρο, μας έχει διδάξει πως η αναδιοργάνωση σχολικών μονάδων για όλα τα παιδιά ανεξαρτήτως ικανοτήτων και άλλων χαρακτηριστικών είναι ένας μακροχρόνιος και επίπονος αγώνας που απαιτεί oλιστικό όραμα, ξεκάθαρη στοχοθεσία, εφικτό και ευέλικτο πλάνο δράσης συνδεδεμένο με συχνή συστηματική αξιολόγηση και αναστοχασμό. Τα τελευταία χρόνια το υπουργείο Παιδείας – υπό την καθοδήγηση ξένων εμπειρογνωμόνων και την οικονομική στήριξη διαρθρωτικών ταμείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – ανέλαβε την αναθεώρηση της υφιστάμενης νομοθεσίας του 1999 που αναφέρεται στην ένταξη παιδιών με αναπηρία στα δημόσια γενικά σχολεία. Αυτή η νέα προσπάθεια που καταβάλλεται από το υπουργείο είναι αξιοσημείωτη και αναγκαία όσο άλλοτε, μιας και τα διαχρονικά προβλήματα της εφαρμογής του νόμου του 1999 που σχετίζονται με ζητήματα φιλοσοφίας και πρακτικής, έδειξαν πως τα παιδιά με αναπηρία δεν απολαμβάνουν ισότιμη, δίκαιη και αποτελεσματική συμμετοχή και εκπαίδευση στα δημόσια γενικά σχολεία. Το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιδιώκει, όπως αναφέρεται στο προοίμιό του, την ευθυγράμμιση των υποχρεώσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με διεθνείς συμβάσεις, τις οποίες έχει ήδη υπογράψει, για την προάσπιση των δικαιωμάτων των παιδιών και των ατόμων με αναπηρία διασφαλίζοντας έτσι, «το δικαίωμα κάθε παιδιού σε υψηλής ποιότητας εκπαιδευτικές ευκαιρίες».

 

Σε αυτή τη νέα προσπάθεια αξίζει να αναφερθούν δύο θετικά στοιχεία τα οποία δεν έχουμε διαβάσει μέχρι τώρα σε προηγούμενα συγκροτημένα νομοθετικά κείμενα: 

Ο ορισμός των παιδιών εκείνων που χρήζουν αποτελεσματικής εκπαίδευσης και στήριξης διευρύνεται και γίνεται πιο συμπεριληπτικός, περιλαμβάνοντας όχι μόνο παιδιά με διαγνώσεις αλλά και παιδιά από διαφορετικό πολιτισμικό, γλωσσικό, εθνικό και θρησκευτικό περιβάλλον, καθώς και παιδιά από χαμηλό οικογενειακό κοινωνικό-οικονομικό υπόβαθρο, παιδιά με χαρισματικότητα και παιδιά σε αυξημένο κίνδυνο για σχολική αποτυχία λόγω δυσμενών περιβαλλοντικών παραγόντων. Οι ανάγκες αυτών των παιδιών – πλην των παιδιών με αναπηρία – δεν έχουν κατοχυρωθεί τόσο ξεκάθαρα μέσω νομοθετικού πλαισίου μέχρι τώρα κατά τη λειτουργία του δημόσιου σχολείου.

Η ενσωμάτωση εννοιών όπως «καθολικός σχεδιασμός», «διαφοροποίηση», «τρία επίπεδα στήριξης» συνάδουν με το τι υποστηρίζει η διεθνής βιβλιογραφία για εκπαιδευτικές πρακτικές θεμελιωμένες σε ερευνητικά δεδομένα για εφαρμογή σε ενιαίες τάξεις.

Ωστόσο, το κείμενο του προτεινόμενου νομοσχεδίου (με ημερομηνία 26 Μάϊου 2021) εμπερικλείει ποικίλες ασάφειες και γενικεύσεις οι οποίες: (α) αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο κατάρρευσης της εφαρμογής ενός νόμου που να προσφέρει ποιοτική εκπαίδευση σε όλα τα παιδιά στο σχολείο της γειτονιάς τους καθώς και (β) μεγιστοποιούν τον ήδη υφιστάμενο διαχωρισμό μεταξύ παιδιών με και χωρίς αναπηρία. Επισημαίνονται εδώ τρεις βασικές ανησυχίες:

Η περιγραφή των τριών επιπέδων στήριξης (γενική, ενισχυμένη, εξειδικευμένη) δεν αντανακλά με σαφήνεια το περιεχόμενο του κάθε επιπέδου, όπως η διεθνής βιβλιογραφία ορίζει εδώ και μία δεκαετία. Συγκεκριμένα, τι είδους πρακτικές με ερευνητική υπόσταση θα κληθούν οι εκπαιδευτικοί να εφαρμόσουν στο πλαίσιο της γενικής τάξης; Πώς ορίζεται με αντικειμενικό τρόπο η μη ανταπόκριση ενός παιδιού στο πρώτο επίπεδο προτού προχωρήσουν οι διαδικασίες για την παροχή περαιτέρω στήριξης σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο; Μέχρι τώρα, η αξιολόγηση των αναγκών ενός παιδιού γίνεται με υποκειμενικό τρόπο και στη βάση άτυπων παρατηρήσεων χωρίς την εφαρμογή έγκυρων και ανιχνευτικών εργαλείων. Πώς η εφαρμογή των τριών επιπέδων στήριξης διαφέρει από τον υφιστάμενο μηχανισμό στήριξης παιδιών με δυσκολίες μάθησης και συμπεριφοράς; Πού θα λαμβάνει χώρα η στήριξη ενός παιδιού κατά το δεύτερο και τρίτο επίπεδο στήριξης; Αν θα παρέχεται εκτός τάξης, τότε πόσο διαφέρει αυτή η πρακτική από την τωρινή που αυξάνει τον διαχωρισμό μεταξύ των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και μη.

Τα ειδικά σχολεία αποκτούν έναν «διττό ρόλο» στο νομοθετικό κείμενο, όπου από τη μια προσφέρουν τον φυσικό χώρο για εκπαίδευση παιδιών, ενδεχομένως, με σοβαρές αναπηρίες και από την άλλη μετατρέπονται σε «Κέντρα Στήριξης Ενιαίας Εκπαίδευσης για ενδυνάμωση της προσπάθειας των γενικών σχολείων. Αυτή η πρόταση δεν φαίνεται να διαφοροποιείται από το τι ήδη εφαρμόζεται σήμερα σε ορισμένα ειδικά σχολεία όπως τη Σχολή Τυφλών και τη Σχολή Κωφών που έχουν αποκτήσει αυτόν τον διττό ρόλο. Η λειτουργία ειδικών σχολείων για εκπαίδευση μαθητών με σοβαρές αναπηρίες διαιωνίζει τον διαχωρισμό μεταξύ παιδιών με και χωρίς αναπηρίες, τα οποία παιδιά κάποια στιγμή θα ενηλικιωθούν και θα συναντηθούν έξω στην κοινωνία. Ποιο ακριβώς είναι το όραμα του υπουργείου Παιδείας στην ετοιμασία πολιτών του 21ου αιώνα, όταν οι διακρίσεις και οι διαχωρισμοί στην εκπαίδευση φαίνεται να ενσωματώνονται με την αξιοποίηση ειδικών σχολείων για εκπαίδευση μερίδας μαθητικού πληθυσμού του;

Η επιμόρφωση και η συνεχής επαγγελματική ανάπτυξη του διδακτικού προσωπικού φαίνεται να παρέχεται μέσα από τη σύσταση πολυδύναμων χώρων στήριξης καθώς και των κέντρων στήριξης. Αυτή η πρόταση είναι σημαντική αλλά όχι επαρκής για να στηριχθεί εμπράκτως το ανθρώπινο δυναμικό στην παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης σε παιδιά με ποικίλες μαθησιακές και κοινωνικές ανάγκες. Η έρευνα τονίζει πως όταν η επαγγελματική ανάπτυξη περιορίζεται σε σεμινάρια με τη μορφή της βιωματικής μάθησης και συζήτησης, η πιθανότητα εφαρμογής των στρατηγικών στην καθημερινότητα της τάξης περιορίζεται στο 5%. Αν όμως προστεθεί και το στοιχείo της τεχνικής υποστήριξης και καθοδήγησης μέσω κριτικών φίλων (coaches), τότε η πιθανότητα αυξάνεται στο 95% (Joyce & Showers, 2002). Η τεχνική υποστήριξη είναι θεμελιώδης για την ενδυνάμωση και ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, ώστε το όραμα και οι στόχοι για ποιοτική και ενιαία εκπαίδευση να υλοποιηθούν. Η απουσία της τεχνικής υποστήριξης και καθοδήγησης από το υφιστάμενο νομοσχέδιο προβληματίζει έντονα».

Σχετικά νέα

X
Translate »