Aστυνομικά νέα

Πέφτει η αυλαία στην δίκη για το θάνατο του Σταύρου-H ώρα της ποινής στον γιατρό

Πηγή: reporter.com.cy

Πέφτει η αυλαία στην πολύκροτη δίκη για το θάνατο του δεκάχρονου Σταύρου Γιωργαλλή που απεβίωσε τον Μάϊο του 2018, με το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να ανακοινώνει την ποινή στον ένα εκ των γιατρών που κατηγορούνταν και κρίθηκε ένοχος, καταλογίζοντας του στην απόφαση μια σειρά από λάθη και παραλήψεις. 

Κατά τη σημερινή διαδικασία, μετά και τις τελικές αγορεύσεις των δύο πλευρών, το Δικαστήριο αναμένεται να ανακοινώσει την ποινή που επιβάλλει στον γιατρό Ηρακλή Παντελιδάκη, με τον δικηγόρο του, Γιάννη Πολυχρόνια να καταθέτει στο Δικαστήριο όλους τους μετριαστικούς παράγοντες, ζητώντας να ληφθούν υπόψη, ενώ εξέφρασε τη θέση πως θα πρέπει να του επιβληθεί ποινή με αναστολή.

Ο κ. Πολυχρόνης αναφέρθηκε στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, ενώ μίλησε για τις δύσκολες στιγμές που βίωσε μετά το θάνατο του Σταύρου, λέγοντας πως ήταν «πρωτόγνωρες για τον ίδιο και είναι συγκλονισμένος από τον χαμό του μικρού παιδιού, αφού ο μικρός Σταύρος, χάθηκε μέσα στα χέρια του και βίωσε τις δραματικές στιγμές του θανάτου του».

Ο κ. Πολυχρόνης αναφέρθηκε επίσης στην αντιμετώπιση του κατηγορούμενου από τα ΜΜΕ, την κοινωνία, με αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και το πρόβλημα που παρουσιάστηκε αφού μετά το τραγικό περιστατικό με τον μικρό Σταύρο δεν μπορούσε να εργαστεί και να συντηρήσει την οικογένεια του.

Ως μετριαστικούς παράγοντες, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου επικαλέστηκε μεταξύ άλλων, τον χρόνο που πέρασε από την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος μέχρι και σήμερα, τις προσωπικές του καταστάσεις και τις ελλείψεις που υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν στο Γενικό Σύστημα Υγείας.

Έδειξε λάθη και παραλήψεις το Δικαστήριο 

Σύμφωνα με τα όσα καταγράφει η απόφαση, ο γιατρός είδε για μερικά δευτερόλεπτα μόνο την ακτινογραφία, ενώ σε αυτή απεικονιζόταν το κάταγμα, όμως απέτυχε να το αναγνωρίσει. Παρά το ότι το περιστατικό ενώπιον του ήταν χτύπημα στο κεφάλι, δεν διερεύνησε την ακτινογραφία, δεν την επεξεργάστηκε, δεν συμβουλεύτηκε ακτινολόγο και απόλυσε τον Σταύρο με οδηγίες.

Ο θάνατος του δεκάχρονου μαθητή, σύμφωνα με τα ιατροδικαστικά ευρήματα, προκλήθηκε από βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Επομένως, αναφέρει το Δικαστήριο, η πρώτη επικίνδυνη, αλόγιστη ή απερίσκεπτη ή βεβιασμένη ή αμελής πράξη που αποδίδεται στους κατηγορούμενους με το κατηγορητήριο και η οποία αποτέλεσε το εφαλτήριο των υπολοίπων ενεργειών που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο του Σταύρου, ήταν η λανθασμένη διάγνωση της ακτινογραφίας που οδήγησε σε αξιολόγηση ήπιας κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης και στο εξιτήριο.

«Το ελάχιστο αναμενόμενο από ένα μέσο γιατρό, ήταν να κοιτάξει με προσοχή την ακτινογραφία και να την συσχετίσει με τον τραυματισμό που αντιμετώπιζε το περιστατικό ενώπιον του. Το γεγονός ότι υπήρχε κτύπημα στο κεφάλι και η ακτινογραφία προφίλ αναντίλεκτα κάτι έδειχνε, συνεπάγεται ότι ο κατηγορούμενος θα έπρεπε να την μελετήσει επισταμένα και όχι μόνο για μερικά δευτερόλεπτα και επιπλέον, όφειλε να ζητήσει βοήθεια εάν δυσκολευόταν, ειδικότερα δε από τη στιγμή που δεν είναι ιατρός ακτινολόγος. Δεν έχει σημασία εάν ο ίδιος πίστευε ότι η κλινική εξέταση ήταν ικανοποιητική, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ας σημειωθεί ότι περιλαμβάνει και υποκειμενικούς παράγοντες. Η κλινική εξέταση δεν προκάλεσε ανησυχία γιατί ο Σταύρος παρουσίαζε την κλινική εικόνα, γνωστή ως φωτεινό παράθυρο, κατάσταση την οποία γνώριζε ως ενδεχόμενο ο κατηγορούμενος 1 και τοποθετείται μάλιστα σχετικά στην κατάθεση του. Είχε στην διάθεση του διαγνωστικό εργαλείο, την απεικόνιση κρανίου, η οποία αντικειμενικά απεικόνιζε την πραγματική κατάσταση του Σταύρου. Τα πράγματα ήταν εμφανές. Ο κατηγορούμενος 1 κοίταξε επιπόλαια την ακτινογραφία, δίδοντας υπέρμετρη βαρύτητα στην κλινική εξέταση».

Το Δικαστήριο, αναφέρει επίσης πως η αποτυχία του γιατρού να εντοπίσει το κάταγμα είχε ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει λανθασμένα το περιστατικό και να δώσει εξιτήριο, χαρακτηρίζοντας τον μάλιστα «αμελή», λέγοντας πως στην επίδικη περίπτωση ο κατηγορούμενος είχε καθήκον επιμέλειας απέναντι στο Σταύρο και ανέλαβε κίνδυνο. Κίνδυνο τον οποίο ανέλαβε συνειδητά όταν επέλεξε να γνωματεύσει ο ίδιος της ακτινογραφία, χωρίς να ζητήσει βοήθεια από ακτινολόγο, έργο το οποίο το εκτέλεσε πλημμελώς, όπως τονίζεται, εφόσον κοίταξε την ακτινογραφία για πολύ λίγο, χωρίς να την επεξεργαστεί.

«Η πιθανότητα ο Σταύρο να είχε κτυπήσει σοβαρά ήταν πραγματική. Είχε δυνατό χτύπημα στο κεφάλι, παροδική απώλεια ακοής, βουητό στο αυτί. Η ακτινογραφία έδειχνε γραμμή κατάγματος. Δεν μελέτησε την ακτινογραφία. Απέλυσε τον Σταύρο. Αποτέλεσμα να μην αντιμετωπιστεί το περιστατικό από την αρχή στην πραγματική του διάσταση. Αντικειμενικά η στάση του κατηγορούμενου υπήρξε και αλόγιστη και απερίσκεπτη και επικίνδυνη».

Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο μιλά για σφάλμα από πλευράς γιατρού, ο οποίος μάλιστα απέλυσε τον Σταύρο χωρίς να τεθεί υπό παρακολούθηση, ενώ η λάθος διάγνωση του, είχε ως αποτέλεσμα να επιστρέψει στο νοσοκομείο ο μικρός, ωστόσο όπως τονίζεται, ήταν αργά.

«Τολμώ να πω ότι τα πράγματα στην περίπτωση του Σταύρου είναι απλά. Ο Σταύρος πήγε στο ΤΑΕΠ με κάταγμα κρανίου. Το κάταγμα δεν διαγνώστηκε. Δεν ζητήθηκε γνωμάτευση από ακτινολόγο. Λόγω της μη διάγνωσης του κατάγματος, το περιστατικό αξιολογήθηκε ως ήπιο. Ο Σταύρος απολύθηκε με οδηγίες. Ενώ ήταν με τη μητέρα του στο σπίτι, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε. Όταν έφθασε ξανά στο ΤΑΕΠ, η κατάσταση του ήταν ήδη πολύ βεβαρημένη. Η μη ορθή διάγνωση οδήγησε με μαθηματικό τρόπο σε μια σειρά από παροχή λανθασμένων συμβουλών και λανθασμένης ή ανεπαρκούς φροντίδας, με αποτέλεσμα το θάνατο του Σταύρου».

Παράλληλα, το Δικαστήριο υπέδειξε πως σε περίπτωση που γινόταν έγκαιρη διάγνωση, τότε ενδεχομένως η συζήτηση να ήταν διαφορετική και οι ευθύνες πιθανόν αλλού, αναφέροντας πως «είναι αυτονόητο και το είπαν όλοι, ότι εάν εντοπιζόταν το κάταγμα, τότε η πορεία νοσηλείας του Σταύρου θα ήταν διαφορετική».

Αναφορικά με τον δεύτερο γιατρό, το Δικαστήριο, με βάση τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, δεν τον εμπλέκει καθόλου στη διαδικασία εξέτασης και διάγνωσης της κατάστασης του Σταύρου και δεν τον συσχετίζει καθόλου με τα επίδικα γεγονότα, σε βαθμό που να προκύπτει σε βάρος του ποινική ευθύνη.

«Σε σχέση με τον κατηγορούμενο 2, ο οποίος κατηγορείται ως αυτουργός, αναφέρω ότι από τη στιγμή που δεν είδε την ακτινογραφία, δεν έκανε λανθασμένη διάγνωση και επομένως στο πρόσωπο του δεν υφίσταται η έναρξη της οποιαδήποτε αλυσίδας γεγονότων, οι οποίες οδήγησαν στο θάνατο του Σταύρου και οφείλονται σε δικές του ενέργειες είτε επικίνδυνες, είτε αλόγιστες, είτε απερίσκεπτες. Επιπλέον, δεν εξέτασε το Σταύρο. Δεν είχε ενεργή ανάμειξη στο περιστατικό».

Σχετικά νέα

X
Translate »