Γενική Επικαιρότητα
Τότε που το «Merry Christmas» ήταν «Τζιαι του χρόνου σπίθκια μας»
Πηγή: sigmalive.com
Χρόνια ανέμελα. Γειτονιές με παιδιά να τρέχουν στους δρόμους. Σπίτια που μύριζαν φρεσκοφουρνισμένα κουλούρια. Νοικοκυριά φτωχικά, αλλά γεμάτα αγάπη, ξεγνοιασιά. Πίσω στον χρόνο, τότε που οι ευχές τέτοιες μέρες ήταν «Τζιαι του χρόνου σπίθκια μας, ούλλοι πρόσφυγες στα σπίθκια τους».
Κάνουμε μια αναδρομή στα ήθη και τα έθιμα της Κύπρου. Στα έθιμα των κατεχόμενων χωριών μας αλλά και της υπόλοιπης Κύπρου.
Χρονομηχανή: Στην Κύπρο της ανεμελιάς
Οι γεννόπιττες, τα χριστόψωμα, οι σκαλαπούνταροι.
Οι δουλειές «που γωνιάς», η γενική καθαριότητα του σπιτιού δηλαδή απ’ τις νοικοκυρές κυριαρχεί στην Κύπρο. Το σπίτι έπρεπε να είναι έτοιμο και καθαρό να υποδεχθεί τους ξένους γι’ αυτό και οι προεργασίες άρχιζαν λίγο πριν την παραμονή των Χριστουγέννων. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο λιτό. Στολισμένο κάποιες φορές με φούσκες και κάποιες χρυσές κορδέλες αλλά και με κορδέλες γκοφρέ σε σχήμα καμπάνας.
Οι γεννόπιττες ήταν ουσιαστικά τα ψωμιά των Χριστουγέννων. Οι γεννόπιττες είχαν στρογγυλό σχήμα και μέγεθος λίγο μεγαλύτερο από αυτό των ψωμιών. Τις στόλιζαν (πλούμιζαν) με μικρά φύλλα, μικρά σταυρουδάκια κλπ. Σε μερικά χωριά της Πάφου ονομάζονταν και γεννοπούλλες.
Κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων στη Λύση οι γονείς έδιναν στα παιδιά τους ένα σταυρό φτιαγμένο από ξύλο τσούννας για να κρεμάσουν πάνω τους. Σκοπός ήταν να «προφυλαχθούν» από τους καλικάντζαρους. Το φυτό αυτό γινόταν μόνο του. Απρίλη – Μάη άνθιζε και έβγαζε κίτρινους ανθούς. Όταν θέριζαν τα χωράφια το συναντούσαν. Πήγαινε μια γυναίκα που μοιρολογούσε και πήγαινε πάνω από το φυτό και το μοιρολογούσε.
Τη νύχτα των Χριστουγέννων τους έβαζαν άλλο σταυρό στο μαξιλάρι τους ο οποίος ήταν φτιαγμένος είτε από ελιά είτε από τσούννες.
Παραμονή Χριστουγέννων
Ριζοκάρπασο (Με πληροφορίες από τα Λαογραφικά Ριζοκαρπάσου, Γιαλούσα χ.ε 1970 Χρίστος Ν. Ταουσιάνης).
Παραμονή Χριστουγέννων οι γυναίκες ζύμωναν και φούρνιζαν τα χριστόψωμα ή αλλιώς γεννόπιττες. Την ίδια μέρα θα άναβε και το τζάκι το οποίο θα έμενε αναμμένο για περίοδο 12 ημερών, μέχρι την Παραμονή των Φώτων δηλαδή που φεύγουν οι καλικάντζαροι.
Την παραμονή των Χριστουγέννων επίσης οι άνδρες του χωριού τραγουδούσαν με τη συνοδεία βιολιού το «τραούδι των Γεννών» (κάλαντα), στα σπίτια του χωριού.
Επαρχία Πάφου – Κισσόνεργα (Με πληροφορίες από ψηφιακό Ηρόδοτο «Χριστούγεννα Έθιμα Κυπριακή Ύπαιθρος 1971», Αφιέρωμα στα ήθη και τα έθιμα της κυπριακής υπαίθρου κατά την περίοδο των Χριστουγέννων. Ο Λουκάς Λουκά από την Κισσόνεργα και ο Κυριάκος Κωστέας από την Λύση αφηγούνται τα χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα στην περιοχή τους).
Μαρτυρίες από το 1971 στο ΡΙΚ αναφέρουν ότι την προπαραμονή των Χριστουγέννων οι γυναίκες ζύμωναν με αλεύρι σιταρένο και έφτιαχναν το «μάλαμα». Με το πρώτο κομμάτι που έκοβαν έκαναν τα πρόσφορα (αντίδωρα), τες λεγόμενες λειτουρκές. Έπρεπε να πάρει (σ.σ λειτουρκά) η κάθε οικογένεια από μια γιατί θεωρούσαν ότι είναι κρίμα να κοινωνήσουν και να μην φάνε λειτουρκά.
Με το υπόλοιπο ζυμάρι γίνονταν οι λεγόμενες γεννόπουλες. Μέσα στο σησάμι έβαζαν και μαυρόκοκκο γιατί οι νοικοκυρές πίστευαν ότι αν δεν έβαζαν μαυρόκοκκους θα τους τα πείραζαν οι καλικάντζαροι.
Την παραμονή των Χριστουγέννων επίσης, τη νύχτα δηλαδή του Αγίου Ευχελαίου, έπρεπε να πάνε όλοι στην εκκλησία.
Κατά την επιστροφή τους έλεγαν ένα ποίημα. «Μεγαλοδύναμος Θεός έπλασε πάσα μέρα, όλα του τα ποιήματα είναι στερεωμένα. Την πρώτη την Κυριακή την υπερευλογημένη εποίησε τον ουρανό, τη γη τη στερκωμένη…».
Την παραμονή των Χριστουγέννων επίσης, έπρεπε να μεταλάβουν οι τζιελάττηδες. Οι τζιελάττηδες ήταν αυτοί που έσφαζαν τα γουρούνια. Κοινωνούσαν την Παραμονή των Χριστουγέννων και όχι ανήμερα γιατί θεωρούσαν αμαρτία αν έβγαινε αίμα κατά τη διάρκεια που έσφαζαν τα γουρούνια, να κοινωνούσαν.
Χριστούγεννα
Ανήμερα των Χριστουγέννων ο εκκλησιασμός είχε την τιμητική του. Μετά τον πρωινό εκκλησιασμό ακολουθούσαν συναθροίσεις σε διάφορα σπίτια. Το μεσημέρι σύμφωνα με τα Λαογραφικά Ριζοκαρπάσου οι οικογένειες απολάμβαναν τη γαλοπούλα η οποία σφαζόταν την προηγούμενη μέρα. Η γαλοπούλα γεμιζόταν με ρύζι ή πουργούρι, σταφίδες, αμύγδαλα, καρύδια, κανέλα και συκώτια γαλοπούλας.
Το απόγευμα οι γιορτάρηδες δέχονταν επισκέψεις.
Επόμενη μέρα Χριστουγέννων
Την επόμενη των Χριστουγέννων σφαζόταν ο οικότροφος χοίρος. Ο χοίρος εκτρεφόταν για τουλάχιστον ένα χρόνο. Με αυτόν έφτιαχναν λουκάνικα, ζαλατίνες, τιτσιρίες και τσιριγγόπιττες αλλά και το παιχνίδι των παιδιών, τη μπάλα για ποδόσφαιρο.
Η Παραμονή της Πρωτοχρονιάς
Η Πρωτοχρονιά έχει να κάνει περισσότερο με την «έγνοια» για το να μπει καλά η χρονιά. Φυσικά οι καλικάντζαροι εξακολουθούσαν να «απασχολούν» τις οικογένειες! Το βράδυ της τελευταίας μέρας του χρόνου ο Άης Βασίλης ετοιμαζόταν να επισκεφθεί τα σπίτια για να αφήσει την πραμάτεια του.
Έθιμο που μας έρχεται από την Κερύνεια κι όχι μόνο ήθελε τις νοικοκυρές να αφήνουν στον Άη Βασίλη ένα πιάτο κόλλυβα, ένα πορτοφόλι καθώς και ένα ποτήρι κρασί ή κονιάκ προκειμένου να τα ευλογήσει ο Άης Βασίλης. Φυσικά δεν θα έφευγε νηστικός αφού τον περίμενε κι ένα πιάτο με ζεστό φαΐ.
Την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς επίσης δεσπόζουσα θέση είχε και το «Άη Βασίλη Βασιλιά».
Όπως γράφει η Σημερινή, στην Κερύνεια, έλεγαν: Άη Βασίλη Βασιλιά, που σουν πέρα τζ’ ήρτες δα, δείξε και φανέρωσε αν μ’ αγαπά – και πετούσαν ένα φύλλο ελιάς μέσα. Σε άλλες περιοχές, όπως τη Μόρφου, τραγουδούσαν: Άη Βασίλη Βασιλιά, έφκα πάνω στην ελιά, κόψε μούττες και κλωνιά, να μυρίσει η γειτονιά, να δούμε ποιος μ’ αγαπά;
Άη Βασίλη Βασιλιά, δείξε και φανέρωσε αν μ’ αγαπά, φώναζαν στην Αμμόχωστο, και πετούσαν φύλλα ελιάς στη φωτιά. Αν τα φύλλα χοροπηδούσαν, τότε η απάντηση ήταν θετική, αν όμως καίγονταν, τότε η απάντηση ήταν αρνητική».
Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς ήταν η μέρα ευλογίας για ανθρώπους και ζώα. Οι συμβολισμοί της μέρας όπως περιγράφει ο Άνθιμος Πανάρετος σε συνέντευξη στο ψηφιακό Ηρόδοτο ήταν περισσότερο αντιβασκανικοί.
Οι βοσκοί φρόντιζαν να βρουν διπλούς αβρόσιυλλους τους οποίους έριχναν στα πρόβατά τους για να γεννήσουν δίδυμα.
Οι κτηνοτρόφοι τους πετούσαν στους στάβλους για να ζήσουν τα ζώα τους πολλά χρόνια. Οι γεωργοί απ’ την άλλη πετούσαν στα σπίτια τους την Πρωτοχρονιά βολβούς αβρόσιυλλας για να φέρει ευτυχία.
Όπως περιγράφει ο Άνθιμος Πανάρετος, αν την πρώτη μέρα του χρόνου έμπαινε στο σπίτι βόδι τότε θεωρείτο καλός οιωνός. Αν έμπαινε σκύλος τη μέρα της Πρωτοχρονιάς θεωρείτο κάκιστος οιωνός.
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς βγαίνοντας από την εκκλησία οι άνθρωποι έπαιρναν μαζί τους κόλλυβα τα οποία τάιζαν στα ζώα τους. «Τους έλεγαν κτηνά μου φάτε να φάμε που τους κόπους μας». Άναβαν μάλιστα και ένα κερί πάνω στα κέρατά τους.
Τα πρώτα Χριστούγεννα στην προσφυγιά
Τσαντίρια, δανεικά τρικά και πόνος βουβός. Τα πρώτα Χριστούγεννα στην προσφυγιά. Τότε που η προσμονή της επιστροφής ακόμη δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε γιατί ήταν σίγουρο ότι ο κόσμος θα επέστρεφε σπίτι του. Στο χωριό του. Οι περισσότεροι είχαν στις τσέπες τους τα κλειδιά των σπιτιών τους. Τα μικρά παιδιά είχαν φροντίσει να βρουν ξερόκλαδα για να στολίσουν τα δέντρα της προσφυγιάς. Η Πολιτική Άμυνα είχε φροντίσει τότε να μοιράσει αρκουδάκια στα μικρά παιδιά. Ήταν κι άλλα παιδιά που ζήτησαν απ’ τον Άη Βασίλη να τους φέρει τον παπά τους. Τον παπά τους που μέχρι σήμερα περιμένουν για να καθίσει μαζί τους στο κυριακάτικο τραπέζι.
«Τζιαι του χρόνου σπίθκια μας»
Τα χρόνια πέρασαν. Τα μωρά της εισβολής έκαναν εγγόνια, που ακούν τις ιστορίες του παππού και της γιαγιάς σαν παραμύθια. Δεν γνώρισαν ποτέ το χωριό των παππούδων τους.
Ούτε ξέρουν πού είναι. «Το κρατούν οι Τούρκοι», λεν και η κουβέντα σταματά εκεί. Με νοσταλγία θυμούνται οι σημερινοί 40αρηδες και όχι μόνο, τις εποχές που πήγαιναν στις γειτονιές για να πουν τα κάλαντα. Που τους «τράτταραν» κουραμπιέδες και μελομακάρονα και έριχναν μέσα στον τενεκέ του «φαρίν λακτέ» τα δεκασέλινα και τις λίρες.
Και η ευχή ήταν μια: «Τζιαι του χρόνου σπίθκια μας».