Όμορφα της Πόλης
Φοινικούδες, αγάπες µου
Γράφει ο ΑΝ∆ΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ
Μην κοιτάτε που, τώρα πια, πληκτρολογώ τη λέξη θάλασσα και κλυδωνίζοµαι σαν καρυδότσουφλο. Μην κοιτάτε που, τώρα πια, για να παρακολουθήσω τα πρώτα είκοσι λεπτά από τον Τιτανικό παίρνω , µονοκοπανιά, οκτώ δραµαµίνες, διαφορετικά θα πεθάνω από ναυτία.
Μην κοιτάτε που, τώρα πια, ύστερα από το τσουνάµι στην Ασία – θυµάται άραγε κάποιος την εκατόµβη των θυµάτων; – άµα έρθω στην πόλη, δηλαδή κάθε Κυρίου δόξη, παρκάρω σε παρόδους της Αµερικανικής Ακαδηµίας για να γλυτώσω, τουλάχιστον, το πρώτο αδηφάγο κύµα. Μην κοιτάτε που, τώρα πια, έχω εγκαταλείψει άσπλαχνα ακόµα και το δελφίνι που, κάποτε, υπήρξε ο καλύτερός µου φίλος. Μην κοιτάτε που, τώρα πια, µε κατάπιε η δίνη, ενδεχοµένως και η σκοτοδίνη, του φόβου και δεν τολµώ ούτε καν να πλησιάσω την περιοχή. Μην κοιτάτε που, τώρα πια, και να µε πληροφορήσετε πως, ξέρω ‘γω, απέναντι από το ξενοδοχείο Τέσσερα Φανάρια, µε περιµένει ένας χαρτοφύλακας στον οποίο υπάρχουν διακόσιες χιλιάδες ευρώ, κολαριστά- κολαριστά, δεν υπάρχει περίπτωση να πάω εκεί. Μην κοιτάτε που, τώρα πια, στον τρίτο στίχο της Γλυκερίας, τη βάρκα µας την κουρελού, τη χιλιοµπαλωµένη, αλλάζω συχνότητα στο ραδιόφωνο, αλλιώς θα πνιγώ σ’ ένα κουτάλι νερό.
Παλιά, αρκετά παλιά, προτού ανακαλυφτεί το µπαρούτι και αρχίσουν οι άνθρωποι να σκοτώνονται χωρίς λόγο, µεταξύ των 20 και των 24 µου ετών, στο αγκαθωτό άνθος της νιότης µου, περίµενα πώς και πώς να φτάσει το Σάββατο, να πάρω ταξί και, αργότερα, το δικό µου αυτοκίνητο, και να φτάσω, ενθουσιασµένος, στις Φοινικούδες (αγάπες µου), να την αράξω σε τραπεζάκι µε θέα, να παραγγείλω σεράνο και κόκα κόλα, να ακτινογραφήσω τον κόσµο καθώς πηγαινοερχόταν ανέµελος – ούτε εξοντωτικά ωράρια εργασίας, ούτε µη εξυπηρετούµενα δάνεια, ούτε οικογένειες-µαυσωλεία, ούτε γιγαντοοθόνες, ούτε µικρόβια απληστίας, απλώς ξεγνοιασιά και θάλασσα, απλώς θάλασσα και ξεγνοιασιά – να φαντασιώνοµαι ότι η ξανθιά Σουηδέζα, που κυκλοφορεί σχεδόν τσίτσιδη, µου κλείνει πονηρά το µάτι και µε περιµένει, σε πέντε λεπτά, στο δωµάτιό της, στο Sun Hall, για να µου ξηγηθεί φιστίκι, να παραγγείλω, στον ευγενικό σερβιτόρο, παγωτό φιστίκι! να χωθώ στο σινεµά Ρεξ όπου προβάλλεται γαργαλιστική κωµωδία µε τον Τέρενς Χιλ και τον Μπαντ Σπένσερ.
Μην κοιτάτε λοιπόν που, τώρα πια, έγινα ζώο ξηράς, και δη τροµαγµένο. Παλιά ήµουνα γλάρος, δελφίνι, δελφινάκι, πάµε πιο γρήγορα, να δω τα γυριστά της, τα µατοτσίνορα (ποιας, όµως, θα σας γελάσω): η αµνησία και η αδελφούλα της η άνοια, µε σφίγγουν σαν Σκύλα και Χάρυβδη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 64ο της έντυπης τοπικής εφημερίδας της πόλης μας L.A Voice – Larnaka’s Alternative Newspaper