Aστυνομικά νέα
Ανατροπή από Ανώτατο για το ρατσιστικό επεισόδιο σε πάρκινγκ στη Λάρνακα
«Η υπόθεση δεν παύει παρά να χαρακτηρίζεται από μια απύθμενη χυδαιότητα και ένα βαθύ ρατσιστικό μίσος», αναφέρει μεταξύ άλλων το Ανώτατο Δικαστήριο σε σχετική απόφαση αναφορικά με το ρατσιστικό συμβάν σε πάρκινγκ στη Λάρνακα.
«Η παραπονούμενη με αίσθημα κοινωνικής ευθύνης επεδίωξε να σταματήσει την παρανομία που διέπραξαν οι εφεσίβλητες και να διασφαλίσει μαρτυρία. Αυτός ήταν ο σκοπός που άρχισε να τις βιντεογραφεί. Μόλις αυτές κατάλαβαν την ξενική της καταγωγή, αντιλαμβανόμενες ότι καταγόταν από χώρα της ανατολικής Ευρώπης, άρχισαν στην παρουσία του προαναφερθέντος παιδιού της πρώτης εφεσίβλητης και ενός άλλου συγγενικού τους παιδιού, να την βρίζουν, να την απειλούν και να της επιτίθενται, έχοντας ευθέως στόχο την καταγωγή της και την διαστρεβλωμένη τους αντίληψη ότι λόγω της καταγωγής της», αναφέρει το Ανώτατο.
Στο δικαστήριο είχαν αναφερθεί από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής ύβρεις και απειλές που δεν καλύπτονταν από το κατηγορητήριο, αλλά το δικαστήριο διευκρίνισε ότι αυτές δεν θα λαμβάνονταν υπόψιν. Στο δικαστήριο είχε κατατεθεί ολόκληρο το απομαγνητοφωνημένο κείμενο από το βίντεο, του οποίου το κατηγορητήριο δεν αποτελεί παρά μέρος. Κακώς η κατηγορούσα αρχή δεν παρουσίασε πλήρες κατηγορητήριο και ορθά το δικαστήριο περιορίστηκε, από πλευράς λεπτομερειών των κατηγοριών, στα όσα αναφέρονταν στο κατηγορητήριο όπως καταχωρίστηκε, συμπληρώνει το Ανώτατο.
«Ασυγκράτητη χυδαιότητα»
«Παραμένει όμως ως γεγονός ότι παρά την ασυγκράτητη χυδαιότητα και την μανιώδη προκατάληψη των εφεσιβλήτων, δεν επρόκειτο για περίπτωση οργανωμένης υποκίνησης μίσους ή βίας.
Από την άλλη όμως οι καθαυτών πράξεις των εφεσιβλήτων αποτελούσαν εκδηλώσεις «εγκλήματος μίσους» και όχι απλές παραβιάσεις του Ποινικού Κώδικα, κάτι που διέλαθε εντελώς της προσοχής του πρωτόδικου δικαστηρίου. Με άλλα λόγια «εγκλήματα μίσους» εν τη εννοία της Απόφασης Πλαίσιο, έστω και αν δεν χρησιμοποιείται εκεί ο όρος αυτός, είναι τα κοινά εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα ή άλλου ποινικού νόμου («βασικά εγκλήματα», «basic crimes») τα οποία διαπράττονται με ρατσιστικά και ξενοφοβικά κίνητρα.
Εν προκειμένω, με τον δέοντα σεβασμό, δεν ευσταθεί η εισήγηση της υπεράσπισης ότι οι εφεσίβλητες αντέδρασαν επειδή η παραπονούμενη τις βιντεογραφούσε. Το κίνητρο τους είχε σαφώς εκφύγει από τα στενά αυτά πλαίσια. Ήταν χωρίς αμφιβολία ρατσιστικό. Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ναι μεν οι εφεσίβλητες έθεσαν στην παραπονούμενη «γιατί τους βκάλει φωτογραφίες», αλλά αυτό έγινε εν μέσω μιας κατευθείαν και συνεχούς υβριστικής επίθεσης η οποία δεν είχε απλώς στο επίκεντρο της τη ρατσιστική προκατάληψη, αλλά ήταν 30 μια αδιάλειπτη καθ’ ολοκληρίαν ρατσιστική επίθεση.
«Όπως έχουμε αναφέρει ανωτέρω δεν τέθηκε θέμα διαφοροποίησης της ποινικής μεταχείρισης μεταξύ των δύο εφεσιβλήτων ως εκ του ρόλου της κάθε μιας στο επεισόδιο. Η πρώτη εφεσίβλητη φαίνεται να ήταν πιο υβριστική, όμως η συμπεριφορά της δεύτερης εφεσίβλητης παρέμενε εξίσου σοβαρή εφόσον επιτέθηκε δύο φορές στην παραπονούμενη με αποκορύφωμα το εξευτελιστικό φτύσιμο και μάλιστα όταν η πρώτη εφεσίβλητη είπε «εννα της δώσω μια πατσαρκά, να δεις ήντα που να της κάμω» η δεύτερη «περιαυτολογώντας» την ενθάρρυνε λέγοντας της «εγώ έδωκα της θκυο (δύο)».
Η ρατσιστική επίθεση εκδηλώθηκε ταυτόχρονα και από τις δύο εφεσίβλητες, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα εντοπισμού διακριτού ρόλου. Ακόμα και αν θα μπορούσε να λεχθεί ότι αντέδρασαν λόγω της βιντεογράφησης και, περαιτέρω έστω και αν τούτο θα μπορούσε να θεωρηθεί, υπό τις περιστάσεις, πρόκληση, η ρατσιστική επίθεση δεν παύει να είναι τέτοια όταν υπάρχει πρόκληση εκ μέρους του θύματος, λ.χ. ενόχληση από ένα μετανάστη στην πολυκατοικία όπου διαμένουν με τον δράστη, εάν η πράξη οφείλεται στο μίσος που διαμορφώνεται εναντίον του θύματος λόγω της ένταξης του στη συγκεκριμένη ομάδα (βλ. «Η ποινική αντιμετώπιση του 31 ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα», ανωτέρω). Τέτοια ήταν η υπό κρίση περίπτωση».
Ο δημόσιος διασυρμός
«Στην παραδοχή δεν θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία, εφόσον δεν υπήρχαν περιθώρια αμφισβήτησης των γεγονότων. Ασφαλώς δε δεν επρόκειτο για παρεξήγηση και δυσκολία συνεννόησης, όπως το έθεσε η υπεράσπιση. Είναι όμως γεγονός ότι οι εφεσίβλητες και ιδίως η πρώτη εφεσίβλητη, έχουν ήδη υποστεί σοβαρή εξωδικαστηριακή τιμωρία λόγω του δημόσιου διασυρμού τους και των συνεπειών του. Είναι επίσης γεγονός ότι δεν επρόκειτο για οργανωμένη και προσχεδιασμένη εκδήλωση ρατσισμού, αλλά για ένα επεισόδιο ακραία απερίσκεπτης, αντικοινωνικής, ανάγωγης και εν τέλει ανόητης συμπεριφοράς. Αυτά όμως δεν το αποχρωματίζουν ως επεισόδιο ρατσιστικού μίσους ώστε να έπρεπε να επιβληθούν αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές και όχι να περιοριστεί η επιμέτρηση τους στα συνήθη πλαίσια. Περαιτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε θεωρώντας ότι η παραπονούμενη δέχθηκε μόνο φραστική επίθεση και ότι οι εφεσίβλητες δεν της επιτέθηκαν με την χρήση σωματικής βίας. Όμως με βάση τα γεγονότα δέχθηκε επίθεση από αμφότερες, περιλαμβανομένου και εξευτελιστικού φτυσίματος από τη δεύτερη εφεσίβλητη. Αρμόζουσα ήταν η ποινή φυλάκισης.
Μόνο με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές μπορεί να τιμωρηθεί κατά τρόπο αναμορφωτικό, ανταποδοτικό και δίκαιο η απαράδεκτη απαξίωση μέχρι μίσους ενός συνανθρώπου μας επειδή είναι διαφορετικός λόγω εθνικότητας ή εθνοτικής προέλευσης, γλώσσας, θρησκείας και φυλής, σεξουαλικού προσανατολισμού, φύλου, σωματικής ή και ψυχικής αναπηρίας. Μόνο με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές μπορεί να δοθεί το μήνυμα στους επίδοξους δράστες ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές από την κοινωνία, αλλά και μήνυμα ελπίδας και υποστήριξης σε όσους κινδυνεύουν από τέτοιες συμπεριφορές ώστε να αισθάνονται ασφάλεια.
Εν όψει της διαπίστωσης για την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών, οι προσωπικές περιστάσεις, αν και δεν εκμηδενίζονται, έχουν περιορισμένη ή και περιθωριακή σημασία. 33 Θα προχωρήσουμε στην επιβολή ποινών φυλάκισης στις κατηγορίες που βασίζονται στον Ποινικό Κώδικα, σε συνδυασμό, όπου προβλέπεται από το νόμο, με χρηματικές ποινές, ως οφειλόμενη εκδήλωση αποτρεπτικής αυστηρότητας. Δεν θα επιβάλουμε ποινή στην κατηγορία που βασίζεται στον Νόμο περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, Ν. 119(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε. Βία εναντίον ανηλίκου μέλους της οικογένειας υπό την έννοια της ψυχικής βλάβης με βάση το άρθρο 3 του Νόμου είναι η βία που ασκείται από μέλος της οικογένειας σε άλλο μέλος της οικογένειας στην παρουσία του ανηλίκου μέλους της οικογένειας, εφόσον δύναται να προκαλέσει σε αυτό ψυχική βλάβη».
Οι ποινές
Πρώτη εφεσίβλητη
Στην 1η κατηγορία (υποκίνηση βίας ή μίσους) επιβάλλεται χρηματική ποινή €3.000. Στη 2η κατηγορία (κοινή επίθεση), 2 μήνες φυλάκιση και χρηματική ποινή €300. Στην 3η κατηγορία (ανησυχία), 1 μήνα φυλάκιση. Στην 4η κατηγορία (απειλή), 2 μήνες φυλάκιση. 34 Στην 5η κατηγορία (δημόσια εξύβριση), 15 ημέρες φυλάκιση και χρηματική ποινή €100. Στην 6η κατηγορία (συμπεριφορά με την οποία προκαλείται ψυχική βλάβη σε μέλος της οικογένειας), ουδεμία ποινή.
Δεύτερη εφεσίβλητη
Στην 7η κατηγορία (δημόσια εξύβριση), 15 ημέρες φυλάκιση και χρηματική ποινή €100. Στην 9η κατηγορία (κοινή επίθεση), 2 μήνες φυλάκιση και χρηματική ποινή €300. Στην 10η κατηγορία (κοινή επίθεση), 2 μήνες φυλάκιση. Στην 11η κατηγορία (υποκίνηση βίας ή μίσους), επιβάλλεται χρηματική ποινή €3.000.
Στην 12η κατηγορία (άσεμνη πράξη), 2 μήνες φυλάκισης. Οι ποινές να συντρέχουν.
Λαμβάνοντας υπόψιν το χρόνο που παρήλθε και τις συνέπειες που εξωδικαστηριακά υπέστησαν μέσα στην ίδια την κοινωνία οι εφεσίβλητες στο μεταξύ και με δεδομένο ότι δεν επρόκειτο για ένα οργανωμένο επεισόδιο ρατσιστικής βίας, θεωρούμε ότι υπάρχουν περιθώρια αναστολής εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης, υπό τον όρο ότι οι εφεσίβλητες δεν θα τελέσουν άλλο αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση εντός τριών ετών, καταλήγει το Ανώτατο.
Πηγή: Sigmalive