Γενική Επικαιρότητα
Ανεξεταστέα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας η Κύπρος-Αναζητούνται όραμα και υποδομές
Πηγή: reporter.com.cy
Παρά το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο άναψε το πράσινο φως για την ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στα κράτη μέλη της Ε.Ε. και την αύξησή τους σε 42,5% μέχρι το 2030, εντούτοις, φαίνεται ότι αποτελεί άπιαστο στόχο για την Κύπρο, καθώς η χώρα μας αδυνατεί να φθάσει σε αυτά τα επίπεδα κατανάλωσης από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, λόγω έλλειψης υποδομών.
Πιο συγκεκριμένα, μέσω αυτής της απόφασης της Ε.Ε. πρόκειται να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για την έκδοση αδειών για νέους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές, όπως ηλιακά και αιολικά πάρκα, καθώς και την αναβάθμιση των υφιστάμενων σταθμών. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην οδηγία, οι εθνικές αρχές θα έχουν στη διάθεσή τους έως και 12 μήνες για την αδειοδότηση νέων μονάδων ανανεώσιμης ενέργειας, αν αυτές βρίσκονται στις λεγόμενες περιοχές πρώτης επιλογής για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ εκτός των περιοχών αυτών, οι διαδικασίες δεν θα πρέπει να ξεπερνούν τα δυο χρόνια.
Ωστόσο, για τα κυπριακά δεδομένα, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, καθώς είναι αρκετά μακρής ο δρόμος για την πλήρη υιοθέτηση και αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Μιλώντας στον REPORTER, o πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιρειών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, Φάνος Καραντώνης, χαιρέτισε αρχικά την απόφαση της Ε.Ε., ωστόσο, όπως είπε, «δεν γνωρίζουμε κατά πόσο είναι εφαρμόσιμη είναι αυτή η οδηγία με τα όσα προβλήματα και δυσκολίες αντιμετωπίζουμε το τελευταίο διάστημα στην ανάπτυξη των πηγών ενέργειας. Στα χαρτιά πρέπει να διεισδύσουμε σε περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά δυστυχώς με τις υποδομές που έχουμε σήμερα είναι αδύνατον αυτό για την Κύπρο».
Άρα, πρόσθεσε ο κ. Καραντώνης, «εάν δεν γίνουν βήματα προόδου στην ανάπτυξη των υποδομών και βελτίωση στο να προσαρμόσουμε τις υποδομές, ειδικά των δικτύων, με τρόπο που να ευνοούν την περαιτέρω διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δεν μπορεί να γίνει η αύξηση. Στη θεωρία φαίνεται εύκολο, αλλά στην πράξη είναι αρκετά δύσκολο και αυτό είναι κάτι που θα στοιχήσει. Σίγουρα, δεν θα έρθει η Ευρώπη να επιβάλει κάποιο πρόστιμο, αλλά βλέπουμε και την ανταγωνιστικότητα της χώρας, αφού αναγκαζόμαστε να αγοράζουμε ένα καύσιμο το οποίο είναι ακριβό, έχει πολλούς ρύπους, οι οποίοι έχουν και μεγάλο κόστος».
Άλλωστε, το να αυξηθεί το 23% που βρισκόμαστε σήμερα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε 42,5% που προσδοκά η Ευρώπη, μέχρι το 2030 και να μηδενίσουμε τον άνθρακα και το ανθρακικό αποτύπωμα στις διεργασίες παραγωγής, φαίνεται πως χρειάζονται πολλά περισσότερα συστήματα από αυτά που έχουμε σήμερα.
Όσο αφορά τα φωτοβολταϊκά συστήματα, σύμφωνα με τον κ. Καραντώνη, «είναι θετικό το ότι ο κόσμος εκμεταλλεύεται και χρησιμοποιεί αυτό το αγαθό και προχωρά προς την εγκατάσταση συστημάτων για σκοπούς κατανάλωσης, αλλά όταν μιλάμε για την κάλυψη ενός σεβαστού ποσοστού της ηλεκτροπαραγωγής της χώρας, χρειάζεσαι υποδομές, γιατί θέλεις μεγάλους ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».
Το βασικότερο πρόβλημα που παραδοσιακά, καταγράφεται στην προσπάθεια μετάβασης στην πράσινη ενέργεια, είναι η έλλειψη εθνικής στρατηγικής. «Είναι πράγματα, τα οποία δεν μπορούν να μεταβάλλονται, ούτε με την αλλαγή κυβερνήσεων, ούτε με την αλλαγή μικροπολιτικών εσωτερικά. Πρέπει να υπάρχει εθνική στρατηγική, η οποία θα συντονίζει όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες του κράτους, την αδειοδότηση των έργων αλλά και τις υποδομές δικτύων, που είναι βασικές και απαραίτητες για να μπορούμε να καταλάβουμε ότι έχουμε κοινό στόχο και κοινό σκοπό», εξηγεί ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Μάλιστα, θέση του κ. Καραντώνη, είναι ότι, «εάν δεν υπάρξει η αλλαγή πλεύσης προς διαφορετική κατεύθυνση, δεν πρόκειται να πετύχουμε κάτι τέτοιο στη χώρα μας. Η Ευρώπη πλέον μέσα από τα ψηφίσματα του Κοινοβουλίου και τις ενέργειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχει θέσει ξεκάθαρα τον στόχο, ότι το οικονομικό μοντέλο πλέον πρέπει να είναι αυτό πράσινης μετάβασης. Δηλαδή όλα να κινούνται απαλλαγμένα από τον άνθρακα και από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων από χώρες που είναι ανταγωνιστικές της Ευρώπης».