Ιωάννα Αλεξάνδρου
Ο Αντρέας Τιμοθέου μάς ανοίγει το σπίτι του και μας συστήνει τους μυθικούς κόσμους της Μαρίας Κάλλας
Περιδιάβαση στους μυθικούς κόσμους της Μαρίας Κάλλας με τον Αντρέα Τιμοθέου
Σαράντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τον θάνατο της ανυπέρβλητης λυρικής τραγωδού Μαρίας Κάλλας. Το τέλος ήρθε στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977 στο διαμέρισμά της στο Παρίσι. Η μεγάλη πριμαντόνα και η πλέον γνωστή παγκοσμίως ντίβα της όπερας, είναι ίσως η μόνη καλλιτέχνης του 20ου αιώνα, και ίσως όλων των εποχών, για την οποία έχουν γραφεί τόσες πολλές βιογραφίες, μελέτες, βιβλία, αφιερώματα, άρθρα. Οι πρώτες εκδόσεις με βιογραφίες της Κάλλας χρονολογούνται από το 1957, γεγονός που φανερώνει ότι οι σύγχρονοί της είχαν συνειδητοποιήσει το μέγεθος της τέχνης της και την επαναστατική παρουσία της στην όπερα. Μέχρι σήμερα αριθμεί εκατοντάδες χιλιάδες θαυμαστές απ’ όλο τον κόσμο και το έργο της παραμένει αναλλοίωτο από τη φθορά του χρόνου.
Με την ευκαιρία αυτή συναντήσαμε στο σπίτι του τον ποιητή, συμπολίτη μας και λάτρη της Μαρίας Κάλλας, Αντρέα Τιμοθέου, με τον οποίο είχαμε μια κουβέντα σε ένα περιβάλλον γεμάτο από την παρουσία της μεγάλης υψιφώνου.
Ακολουθώντας σας κανείς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπορεί να καταλάβει τη μεγάλη αγάπη που τρέφετε για τη Μαρία Κάλλας, η οποία μάλλον αγγίζει τα όρια πλατωνικού έρωτα. Πώς νιώθετε γι’ αυτό;
Πράγματι, η μεγάλη μου αγάπη για τη Μαρία δεν κρύβεται. Την αναφέρω πια με το μικρό της όνομα όσο υβριστικό κι αν σας ακούγεται αυτό. Δεν ξέρω αν θα μιλούσα για πλατωνικό έρωτα, συνήθως ακόμα και σ’ αυτή του τη μορφή ο έρωτας αναζητεί κάτι, περιμένει… Θα ονόμαζα καλύτερα τη σχέση μας, μια σχέση λατρείας. Έχω αφιερώσει αμέτρητες ώρες στο να ακούω το τραγούδι της και να παρακολουθώ τις ερμηνείες της, να ψάχνω και να μεταφράζω συνεντεύξεις της, να διαβάζω βιογραφίες της και ό,τι πέσει στα χέρια μου που αφορούσε τη ζωή της, να συλλέγω και να ταξινομώ φωτογραφίες της, ακόμα και να μιλώ γι’ αυτήν σε ανθρώπους που τυχαίνει να μην τη γνωρίζουν. Αν όλη αυτή η επένδυση χρόνου στο πρόσωπό της, δεν είναι λατρεία, τότε δεν ξέρω πραγματικά να λατρεύω με άλλον τρόπο.
Πώς ξεκίνησε αυτή η σχέση λατρείας όπως την ονομάζετε;
Να σας πω πως εγώ με την όπερα δεν είχα καμία σχέση και πως ούτε υπήρχαν τέτοια ακούσματα στο σπίτι μου. Η όποια μουσική μου παιδεία, προέκυψε από το ραδιόφωνο της γιαγιάς μου τις ώρες που έραβε ασταμάτητα και της έκανα παρέα. Για τη Μαρία ωστόσο και το μέγεθός της, είχα ακούσει σε ανύποπτο χρόνο και με γοήτευσε το γεγονός πως ήταν Ελληνίδα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, πέρασα από μία φάση, στην οποία διάβαζα μόνο βιογραφίες για ανθρώπους που ήθελα να γνωρίσω, οπότε εκείνη ήταν η στιγμή που πήρα στα χέρια μου την πρώτη βιογραφία της. Με είχε συγκινήσει τόσο πολύ η προσωπικότητά της, το πάθος της για τη μουσική, η θυελλώδης ζωή της, ο έρωτάς της, το τέλος της, που θεώρησα αναγκαίο να την ακούσω. Έτσι γύρω στα είκοσί μου, έβαλα στη ζωή μου τον κόσμο της όπερας μέσα από τη Μαρία. Αν δεν κάνω λάθος η πρώτη άρια που άκουσα ήταν η “Vissi d’arte”, από την Τόσκα του Πουτσίνι. Εφτά χρόνια μετά εξακολουθώ να δηλώνω μαγεμένος και έκτοτε το τραγούδι της έχει ουσιαστική παρουσία στη ζωή μου. Η Μαρία αδιαμφισβήτητα υπήρξε μια ανεπανάληπτη υψίφωνος αλλά και μια μεγάλη ηθοποιός που διέγραψε εκθαμβωτική τροχιά στον κόσμο της όπερας.
Μιλήστε μας λίγο για το φωτογραφικό υλικό που συλλέγετε και απολαμβάνουμε από τη σελίδα σας.
Η συλλογή των φωτογραφιών προέκυψε την ίδια περίοδο που ξεκίνησα ν’ ακούω τη Μαρία. Γοητευμένος από τη ζωή και την Τέχνη της δεν μπορούσα να αντισταθώ σ’ αυτή την υπέροχη ενασχόλησή μου, τη μελέτη του προσώπου της. Σήμερα διατηρώ ένα αρχείο με περίπου 15 χιλιάδες φωτογραφίες της και πιστέψτε με, υπάρχουν πολύ περισσότερες εκεί έξω. Υπήρξε ένα πολυφωτογραφισμένο πρόσωπο δεδομένου της εποχής που έζησε, δυστυχώς όμως δεν διασώθηκαν πολλές βιντεοσκοπήσεις από τις παραστάσεις της. Προσπαθώ να ταξινομώ τις φωτογραφίες με χρονολογική σειρά όσες αφορούν την προσωπική της ζωή, και με βάση τις όπερες όσες αφορούν την καλλιτεχνική της ζωή. Ο μυθικός κόσμος της φωτογραφίας μας αποκαλύπτει τόσα πολλά…
Αν σας λέγαμε να επιλέξετε τρεις διαστάσεις της προσωπικότητάς της που αποτελούν και του λόγους που τη λατρεύετε, ποιες θα ήταν;
Ωραία ερώτηση! Η πρώτη διάσταση, αφορά την παιδική της ηλικία και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Με γοητεύουν οι άνθρωποι που τα καταφέρνουν μόνοι τους, που στέκονται στα πόδια τους και δεν τους είναι αρκετό, που επιδιώκουν και καταφέρνουν να μεγαλουργήσουν… Αυτό το δημιουργικό πείσμα θα λέγαμε που αντιστέκεται στη μοίρα. Ασφαλώς και δεν είναι εύκολο, γι’ αυτό και όσοι το πετυχαίνουν αναμετρούνται με το θαύμα. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης δήλωσε κάποτε για την ίδια: «Περισσότερο κι απ’ το ταλέντο της, περισσότερο κι απ’ την επιτυχία της, αυτό που με εντυπωσίαζε πάντα στη Μαρία Κάλλας ήταν η ιστορία των πρώτων προσωπικών της αγώνων, όταν φτωχή έφηβη, προσπαθούσε να επιπλεύσει στα βαθιά νερά». Η Μαρία, πέραν από την πίστη που είχε στον εαυτό της και τις ατέλειωτες ώρες μελέτης που αφιέρωνε από την παιδική της ακόμα ηλικία, είχε κι αυτό το χάρισμα, να μετατρέπει την κάθε δυσκολία της σε μια ευκαιρία για να αναζητήσει διέξοδο προς το καλύτερο. Αναφέρω ένα μόνο γεγονός εδώ που το αποδεικνύει, αν και υπάρχουν ασφαλώς πολλά. Ο Θεόδωρος Συναδινός το 1945 όταν επαναδιαμόρφωσε τη σύνθεση του θιάσου της Λυρικής Σκηνής, υποβίβασε τη Μαρία σε δεύτερη κατηγορία καλλιτεχνικά και μισθολογικά, γεγονός που την τραυμάτισε συναισθηματικά. Αυτό αποτέλεσε την αφορμή, για να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να ξεκινήσει μια προσπάθεια για ανεύρεση εργασίας στη Μητροπολιτική Όπερα, της Νέας Υόρκης. Αν και δεν καταφέρνει να υπογράψει συμβόλαιο, μιας και υπήρχαν διαφωνίες με τον διευθυντή της όπερας, Έντουαρντ Τζόνσον, σχετικά με τους ρόλους που ο ίδιος πρότεινε, γνωρίζεται με τον Τζοβάνι Ζενατέλο, διευθυντή στην Αρένα της Βερόνας, η οποία θα άνοιγε για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο. Ο Ζενατέλο ενθουσιάζεται και την οδηγεί στην Ιταλία. Στις 2 Αυγούστου 1947, κάνει την πρώτη της εμφάνιση με τη “La Gioconda” του Πονκιέλι, που ουσιαστικά ήταν και το πρώτο βήμα για τη μεγάλη της καριέρα.
Η δεύτερη διάσταση αφορά την εσωτερική δύναμη που είχε, ώστε να μεταμορφώνεται τόσο στις παραστάσεις της, όσο και σαν εικόνα στην προσωπική της ζωή. Η Μαρία υπήρξε η καλλιτέχνης που μεταμορφωνόταν στις πιο διαφορετικές, τραγικές και λυρικές φιγούρες της όπερας. Το υποκριτικό της ταλέντο έδωσε καινούρια διάσταση στην όπερα. Υπήρξε όμως ταυτόχρονα η γυναίκα που κατάφερε να μεταμορφώσει τον εαυτό της σε μια από τις πιο όμορφες και καλοντυμένες ντίβες του περασμένου αιώνα. Η Μαρία ενσαρκώνει την «Απόλυτη Ντίβα», γιατί δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τίποτα λιγότερο. Η ίδια μάλιστα λέει:
«Αν είμαι «ντίβα»; Ναι, και χαίρομαι γι’ αυτό. Άλλα με την καλή έννοια: «ντίβα» είναι εκείνη που αποτελεί υπόδειγμα εργατικότητας, πειθαρχίας και μεγάλης κυριαρχίας της τέχνης της. Μισώ προπάντων την ικανοποιημένη μετριότητα»
Η τρίτη διάσταση αφορά την στάση ζωής που είχε απέναντι στην Τέχνη και τον Έρωτα. Παραδόθηκε και στα δυο απόλυτα και σαν μια άλλη Τόσκα, όταν τα έχασε και τα δυο, δεν είχε λόγο να ζει. Σε συνέντευξή της μοιράζεται μια τόσο ωραία σκέψη της για την Τέχνη της και τον Έρωτα.
«Υπάρχει μόνο ένα κριτήριο στη μουσική, η τέλεια γνώση της. Το ίδιο με τον έρωτα. Αγαπάς, λατρεύεις, τιμάς. Πάνε μαζί. Δεν λες ποτέ ψέματα, κάνεις ό,τι μπορείς για να μην τον προδώσεις ποτέ. Δεν μπορείς ν’ αγαπάς με διαφορετικό τρόπο. Υπάρχει μόνο μία γλώσσα γι’ αυτό. Μόνο μία!»
Ποιος πιστεύετε ότι ήταν ο αγαπημένος της ρόλος;
Αυτό το απάντησε η ίδια. Αγαπούσε τη Νόρμα, αν και εγώ βρίσκω εξίσου γοητευτική την Τόσκα. «Όποτε ερμηνεύω τη Νόρμα είμαι ευτυχισμένη. Είναι ο αγαπημένος μου ρόλος. Νομίζω ότι της μοιάζω. Είναι πολύ υπερήφανη για να δείξει τα πραγματικά της αισθήματα, αλλά στο τέλος υποκύπτει. Μια γυναίκα που δεν αισθάνεται κακία ούτε νιώθει αδικημένη από δυσμενείς καταστάσεις, τις οποίες, εν τέλει, έχει προκαλέσει η ίδια». Η Κάλλας τραγούδησε 84 φορές τη Νόρμα, περισσότερο από κάθε άλλη ηρωίδα της όπερας.
Πολλοί έχουν πει πως ο Αριστοτέλης Ωνάσης δεν της άξιζε ως ερωτικός σύντροφος. Εσείς τι πιστεύετε γι’ αυτό;
Η Μαρία ήξερε να δίνεται απόλυτα στην Τέχνη και στον Έρωτα. Το γεγονός ότι παράτησε την Τέχνη της για τον Έρωτά της αυτό από μόνο του φανερώνει πολλά. Πιστεύω πως ήταν απόλυτα ερωτευμένη μαζί του και είχε ζήσει στο πλάι του τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής της. Ασχέτως από την τελική έκβαση της σχέσης τους, έτσι όρισε την ευτυχία η ίδια και δεν μας πέφτει λόγος. Ας μην ξεχνάμε πως και τους δυο τους ένωνε μια δύσκολη παιδική ηλικία και η συνάντησή τους συνέβηκε στο απόγειο της δόξας τους. Ο Αριστοτέλης υπήρξε ένας έξυπνος και γοητευτικός άντρας. Ήταν και οι δύο Έλληνες και ο έρωτάς τους μοιραίος. Ασφαλώς αυτός που την αγάπησε πέραν από τον εαυτό του και της στάθηκε όσο κανείς ήταν ο σύζυγός της Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, σ’ αυτή όμως την περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για έρωτα.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως υπήρξε μια τραγική φιγούρα ανθρώπου μέσα από τη ζωή της;
Σε καμιά περίπτωση δεν δέχομαι τον χαρακτηρισμό αυτό. Πέραν από την προσωπική της ζωή η Μαρία από ιστορικής απόψεως είχε μια πολύ σημαντική προσφορά στην παγκόσμια Τέχνη, όπως είναι οι αναβιώσεις σπουδαίων λυρικών έργων που για ένα μεγάλο διάστημα απουσίαζαν από το ρεπερτόριο των θεάτρων όπερας. Η ασυνήθιστη γκάμα της, εξέπληξε ακόμη και τους πιο δύσκολους ειδήμονες της όπερας. Ο Φράνκο Τζεφιρέλι είχε πει χαρακτηριστικά πως: «Η Κάλλας ήταν η πρώτη και τελευταία μέχρι στιγμής σοπράνο που ξεπέρασε τα όρια της τέχνης της και καθιερώθηκε ως η πριμαντόνα σταρ που έφερε την όπερα κοντά στην αντίληψη των μαζών». Αυτό εμένα δεν μου φαίνεται ούτε λίγο, ούτε τραγικό…
Τι πιστεύετε ότι της έλειπε περισσότερο;
Ένα παιδί. Πιστεύω πως αν είχε φέρει στον κόσμο ένα παιδί η ζωή της θα ήταν πολύ διαφορετική, σίγουρα δεν θα τη χάναμε τόσο νωρίς. Το γεγονός βέβαια πως πέθανε τόσο νέα και όμορφη χωρίς να δεχτεί έντονα σημάδια φθοράς είναι κι αυτό ένα από τα στοιχεία που μεγαλώνει και δίνει ένταση στην αθανασία της.
Έχετε εκδώσει και ένα ποιητικό ημερολόγιο που φέρει τον τίτλο «Οι μέρες τ’ Αυγούστου» αφιερωμένο στην ίδια. Πώς προέκυψε η αφιέρωση;
Όταν έγραφα το ημερολόγιο σε καμία περίπτωση δεν είχα σκεφτεί πως μπορούσα να το συνδέσω με τη ζωή της Μαρίας και ακόμα περισσότερο πως θα μπορούσα να της το αφιερώσω. Τελικά όμως όταν ολοκληρώθηκε πάντρεψα μέσα στην σκέψη μου τη ζωή της με αυτό που είναι ο Αύγουστος, έχοντας στον νου μου πως αυτό τον μήνα ζούμε το ιερό απόλυτο… Στην πρώτη μέρα του ημερολογίου, γράφω: «Ο Αύγουστος κρύβει μέσα του ένα θανατικό αλλά και όλη τη ζωή, κρύβει τον έρωτα σαν αντίδοτο και υπόσχεση, κρύβει όλη την ένταση και την ευλάβεια που μπορεί να νιώσει κανείς σε μια ζωή». Κάπως έτσι προέκυψε λοιπόν και η αφιέρωση «Στη Μαρία Κάλλας, που η ζωή της υπήρξε ένας Αύγουστος».
Η αγάπη σας γι’ αυτή σας οδήγησε στο να οργανώσετε και διάφορες εκδηλώσεις προς τιμήν της. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτές.
Ναι, ασφαλώς! Η πρώτη εκδήλωση έγινε τον Αύγουστο του 2012 σε συνεργασία με την Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου. Ήταν μια ποιητική βραδιά αφιερωμένη στη μνήμη της, στην οποία έλαβαν μέρος ποιητές και ποιήτριες απ’ όλο το νησί.. Το 2014 μίλησα για τη ζωή και το έργο της στο μουσείο Πιερίδη και φτιάξαμε τότε και μια φωτογραφική έκθεση με τον εκλεκτό φίλο και διευθυντή του μουσείου κ. Πήτερ Αστζιάν. Η ίδια ομιλία δόθηκε την ίδια χρονιά σε άλλη εκδήλωση που είχε οργανώσει ο Πολιτιστικός Όμιλος Λάρνακας «Άρτιον». Το 2016 έπειτα από πρόσκληση της Γυναικείας Οργάνωσης του Δημοκρατικού κόμματος, που τίμησε τη μνήμη της, μίλησα και πάλι για τη Μαρία και το σημαντικό της έργο.
Πιστεύετε πως τιμήθηκε όσο της άξιζε;
Ασφαλώς και όχι. Δεν φάνηκαν αντάξια του μεγαλείου της ούτε το γαλλικό ούτε το ελληνικό κράτος. Εκείνο το υπέροχο διαμέρισμά της στο Παρίσι, με τα ψηλά ταβάνια, τις βαριές κουρτίνες, τα βενετσιάνικα έπιπλα ήταν από μόνο του ένα θεατρικό σκηνικό αντάξιο του θρύλου της, ήταν μια παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά κι αντί να προστατευθεί λεηλατήθηκε κυριολεχτικά. Δεν ξέρω, τελικά μάλλον αυτή είναι η μοίρα του μεγάλου καλλιτέχνη… Ακόμα και το γεγονός πως δεν είχε καλές σχέσεις με την οικογένειά της, δεν προστάτεψε την αθανασία του υλικού της κόσμου. Από την Αθήνα περιμένουμε ένα μουσείο εδώ και χρόνια, που μάλλον θα ήταν και μια πολύ σημαντική αφορμή για να δωρίσουν συλλέκτες αντικείμενά της που αγόρασαν από δημοπρασίες, ώστε να δοθούν στο κοινό ψηφίδες από τον κόσμο αυτής της υπέροχης γυναίκας. Σαράντα χρόνια αδράνειας, είναι πάρα πολλά. Εύχομαι κάποτε να τιμηθεί με τον τρόπο που της αξίζει. Όπως κι αν έχει η Μαρία νίκησε το θάνατο χάρη στη ζωή της και θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στις καλύτερες σελίδες της παγκόσμιας μουσικής ιστορίας.
Αν είχατε να επιλέξετε μια ξεχωριστή στιγμή που ζήσατε κάτι έντονο και την αφορά ποια θα ήταν;
Με συγκινεί πάντα το τραγούδι της, όπως και οι όποιες φωτογραφίες συναντώ από τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής της που επέλεξε να ζήσει απομονωμένη στο διαμέρισμά της. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως ένιωσα όταν επισκέφθηκα εκείνο το διαμέρισμά της στο Παρίσι, όταν μπήκα στον κήπο της πολυκατοικίας και αργότερα στην είσοδο του κτηρίου. Ήταν ο χώρος που η ίδια επέλεξε και μπήκε η τελεία. Ο χώρος στον οποίο σίγησε μια τόσο σπουδαία φωνή. Γενικά προσπαθώ να επισκέπτομαι τους χώρους από τους οποίους πέρασε στα ταξίδια μου, γι’ αυτό και βρέθηκα στην όπερα της Ρώμης για παράδειγμα, στην όπερα των Παρισίων, στη Σκάλα του Μιλάνο, καθώς και στο διαμέρισμα που έμενε πριν φύγει απ’ την Αθήνα με τη μητέρα και την αδερφή της.
Μια σκέψη σας, για να κλείσουμε τη συνέντευξη…
Νομίζω πως τα λόγια της Μαρίας από μια δική της συνέντευξη είναι ο καλύτερος τρόπος για κλείσουμε αυτό το κρυφοκοίταγμα που κάναμε στον μυθικό της κόσμο.
«Προσπαθώ πάντοτε να είμαι αντικειμενική με τον εαυτό μου και με τη δουλειά μου. Μπορώ να σας πω, με κάθε εντιμότητα πιστεύω, ότι είμαι η πιο αυστηρή από τους κριτικούς μου. Άλλωστε, όσο περνούν τα χρόνια, γίνεσαι περισσότερο απαιτητικός. Όταν είσαι νέος και βρίσκεσαι στο κατώφλι μιας καριέρας, εμπιστεύεσαι απόλυτα τον εαυτό σου ότι είσαι ικανός να αναλάβεις και το δυσκολότερο έργο και να το φέρεις σε πέρας με θαυμαστό τρόπο. Αλλά, μέσα στον κόσμο όπου ζω, ανακάλυψα ότι όσο περισσότερα μαθαίνεις τόσο συνειδητοποιείς πόσο λίγα ξέρεις. Αν αγαπάς αληθινά τη μουσική, δεν μπορείς παρά να σταθείς ταπεινά απέναντι στις απέραντες δυνατότητές της και να παραδεχθείς ότι οι περιορισμένες δυνάμεις σου θα σε εμποδίζουν πάντα να την υπηρετείς με τον τρόπο που θα ήθελες – κι ας σημαίνει αυτό, ίσως, ότι ποτέ δεν θα γνωρίσεις μια σταθερή και διαρκή ευτυχία».
Ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο και όσα μοιραστήκατε μαζί μας.
Εγώ σας ευχαριστώ για τη χαρά που μου δώσατε να μιλήσω για ένα πρόσωπο τόσο αγαπημένο και την καλή σας διάθεση να με ακούσετε.
Επιμέλεια : Ιωάννα Αλεξάνδρου