ΠΡΟΣΩΠΑ
Κώστας Μαννούρης: Ο Συγγραφέας,ο Ποιητής, ο Αρθρογράφος
Ο Κώστας Μαννούρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976, µεγάλωσε στη Λάρνακα. Σπούδασε, σε προπτυχιακό και µεταπτυχιακό επίπεδο, βιολογία, εξελικτική οικολογία και ιστορία-φιλοσοφία των επιστηµών στις Ηνωµένες Πολιτείες. Εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στην ιστορία της βιολογίας στο Πανεπιστήµιο Αθηνών. Έχει δηµοσιεύσει επιστηµονικές, ιστορικές και φιλοσοφικές µελέτες και έχει διδάξει σε Πανεπιστήµια των Ηνωµένων Πολιτειών, της Ελλάδας και της Κύπρου. Έχει δηµοσιεύσει ποιήµατα, πεζά και σατιρικά κείµενα. Έλαβε βραβείο ποίησης από το Συµπόσιο Ποίησης του Πανεπιστηµίου Πατρών, του οποίου είναι µέλος από το 2005, καθώς και το πρώτο βραβείο πρωτότυπου θεατρικού έργου του Ελληνικού Περιοδικού Επί Σκηνής (2011). Το έργο του «Απόψε θα πετάξω την τέφρα σου!» ανέβηκε από τον Θεατρικό Οργανισµό Κύπρου το 2014. Για το συγκεκριµένο έργο τιµήθηκε το 2015 µε το βραβείο θεατρικής συγγραφής στο πλαίσιο των θεατρικών βραβείων Κύπρου. Το 2016 ανέβηκε το έργο του «Της οικίας ηµών εµπιπραµένης» από την oµάδα «Κατ’ οίκον», για το οποίο έλαβε για δεύτερη φορά το βραβείο θεατρικής συγγραφής για το 2016. Το 2017 παρουσιάστηκε το έργο του «Χλωροφύλλη» από το Θέατρο Τσέπης. Παράλληλα µε τη συγγραφή διδάσκει ιστορία και φιλοσοφία των επιστηµών στο Πανεπιστήµιο Λευκωσίας.
Γράφει η ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΣΥΖΙΝΟΥ
Φωτο: ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ
«Έµπνευση είναι µια ευτυχής στιγµή γονιµοποίησης. Αν ευοδωθεί η γονιµοποίηση, σε κατοπινό στάδιο θα έχουµε τα γεννητούρια, ένα καινούριο κείµενο».
Αυτό τον χαρακτηρισµό δίδει στην έµπνευση ο Κώστας Μαννούρης!…
Ο πολυτάλαντος συµπολίτης µας που έχει κάνει περήφανη την πόλη του µε το αξιόλογο έργο του, διακατέχεται από µια διαρκή επιθυµία για δηµιουργία.Θέλει να παραµείνει ενεργός και δηµιουργικός µέσα στη γραφή,να εµπλουτίζει τα θέµατα του και να εξελίσσει τη φωνή του!
Όπως µας αποκαλύπτει, την ελευθερία που βιώνει µέσα στη γραφή του, την οφείλει στους γονείς του που τον µεγάλωσαν µε πολλή αγάπη και φοβερή ελευθερία και που ποτέ δεν του καθόρισαν τι να κάνει και τι να µην κάνει στη ζωή του!
Απο πολύ µικρός αγάπησε την τέχνη ως µια λειτουργία ανασύστασης του κόσµου, γιατι όπως ο ίδιος πιστεύει η τέχνη παρέχει τη δυνατότητα να πλάσει κανείς εναλλακτικούς κόσµους πιο δίκαιους και πιο πονετικούς.
Πολυταξιδεµένος ,γεµάτος εικόνες και µοναδικές εµπειρίες, σήµερα, για την ώρα, βρίσκεται κυρίως στη Λάρνακα, στους ίδιους δρόµους, στα ίδια µέρη. ∆εν αποκλείεται, όµως, να αλλάξει απότοµα. Κάπως έτσι λειτουργεί.
Το όραµα του για την πόλη του, είναι να έχει µια ήπια ανάπτυξη που να σέβεται τη φυσιογνωµία και την ιστορία της Λάρνακας.
Ο ∆ρ.Κώστας Μαννούρης, παραχώρησε στην L.A Voice µια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη. Άς τον ακολουθήσουµε για να τον γνωρίσουµε καλύτερα!
Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
Τα παιδικά µου χρόνια, όπως και οι κατοπινές εποχές της ζωής µου, ήταν ανορθόδοξα και ιδιοσυγκρασιακά. Είχαν µια πρόωρη ενηλικίωση, πολλές ιστορίες, ανθρώπους που ακροβατούσαν µεταξύ του κωµικού και της πανωλεθρίας. Αυτή η περίοδος µου έδειξε µε πολλή ενάργεια ότι η ζωή είναι η σύζευξη του αστείου και του σοβαρού, της τραγωδίας και της γελοιότητας .
Αν είχα ζήσει πιο «συµβατικά» παιδικά χρόνια, πιστεύω πως δεν θα εξελισσόµουν σε κάποιον που γράφει.
Τι θυµάσαι έντονα από τους γονείς σου; Πόσο καθοριστικό ρόλο έπαιξαν στη διαµόρφωση της προσωπικότητάς σου;
Έχω στενή και καθηµερινή επαφή µε τους γονείς µου. Ακόµα και τώρα, µετά τα σαράντα, έχω µια µάλλον ανησυχητική απροθυµία απογαλακτισµού. Μεγάλωσα µε πολλή αγάπη, φοβερή ελευθερία, µε µεγάλη µέριµνα και αφειδώλευτη στήριξη ως προς τη µόρφωσή µου και γενικά την πνευµατική µου ανάπτυξη. Οι γονείς µου δεν έδιναν συµβουλές, ούτε νουθεσίες, δεν θυµούµαι ποτέ να µου έχουν πει, «παιδί µου κάνε αυτό ή κάνε εκείνο». Θα έλεγα, εποµένως, ότι την ελευθερία που βιώνω µέσα στη γραφή, αλλά και τη χαρά της ευόδωσης µέσα σ’ αυτή, την οφείλω σ’ αυτούς.
Εκτός από το οικογενειακό σου περιβάλλον, ποια πρόσωπα επηρέασαν τον τρόπο σκέψης σου;
Οι δάσκαλοι µου και οι συγγραφείς που διάβασα. Μου έδωσαν µαθήµατα ευρύτητας σκέψης και ταπεινότητας πνεύµατος. Να µην λησµονώ, δηλαδή, ότι είµαι µια ελάχιστη ψηφίδα στο δυναµικό και διαρκώς εξελισσόµενο µωσαϊκό της γνώσης και της ανθρώπινης εµπειρίας.
Πώς προέκυψε η αγάπη σου για τις τέχνες;
Από πολύ µικρός είχα ένα θέµα µε την πραγµατικότητα. Την έβρισκα λειψή, ανιαρή, κάποτε και λυπηµένη. Ήταν, συνεπώς, αναπόφευκτο να αγαπήσω την τέχνη ως µια λειτουργία ανασύστασης του κόσµου. Η τέχνη παρέχει ακριβώς τη δυνατότητα να πλάσει κανείς εναλλακτικούς κόσµους πιο δίκαιους και πιο πονετικούς.
Ποιοι είναι οι αγαπηµένοι σου συγγραφείς και πώς επέδρασαν στη σκέψη και γενικότερα στη δουλειά σου;
Παύλος Μάτεσις, Κώστας Ταχτσής, Ευγενία Φακίνου, Γιάννης Ξανθούλης, Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης, Μένης Κουµανταρέας. Έµαθα απ’ αυτούς τους κορυφαίους συγγραφείς ότι οι λογοτεχνικοί ήρωες είναι οι άνθρωποι που περπατούν πλάι µας στο δρόµο, που µένουν στα διπλανά από εµάς σπίτια. Έµαθα από αυτούς να µην είµαι σεµνότυφος στη γραφή, ούτε στη γλώσσα, αλλά να τολµώ να αγγίξω µε ειλικρίνεια την ανθρώπινη κατάσταση. ∆εν ισχυρίζοµαι ότι τα καταφέρνω. Προσπαθώ, όµως.
Θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, αρθρογράφος. Τι σε εκφράζει περισσότερο;
Για το κάθε κείµενο µε εκφράζει η συγκεκριµένη φόρµα που ακολουθώ. Παρότι τα τελευταία χρόνια ασχολούµαι περισσότερο µε τη θεατρική γραφή, δεν θα ήθελα µε τίποτα να αφήσω τα άλλα είδη. Γι’ αυτό κι όταν κληθώ να κατατάξω τον εαυτό µου -κάτι που θεωρώ αχρείαστο και περιοριστικό- λέω ότι απλώς γράφω. Προτιµώ, δηλαδή, το ρήµα και την ανοιχτοσύνη που προσφέρει.
Τι είναι η έµπνευση;
∆ύσκολο να δοθεί µια σαφής απάντηση. Τα πράγµατα είναι εξίσου θολά και γι’ αυτόν που γράφει. Θα έλεγα, ωστόσο, ότι είναι µια ευτυχής στιγµή γονιµοποίησης. Έχει προηγηθεί η ωορρηξία, το ωάριο -η πρωτόλεια ιδέα- είναι εκεί και περιµένει ένα εξωτερικό ερέθισµα για να αναπτυχθεί. Αν ευοδωθεί η γονιµοποίηση, σε κατοπινό στάδιο θα έχουµε τα γεννητούρια, ένα καινούριο κείµενο.
Τι σε εµπνέει περισσότερο για να γράψεις ένα θεατρικό έργο ή ένα ποίηµα;
Το ποίηµα είναι πιο ακαριαίο, µια φευγαλέα εικόνα, ας πούµε, µπορεί να οδηγήσει αυτοστιγµεί σε ένα ποίηµα. Βλέποντας για λίγα δευτερόλεπτα δυο παιδιά να φιλιούνται σε έναν σιδηροδροµικό σταθµό στην Αθήνα έγραψα το ποίηµα «Σταθµός» που ανήκει στη συλλογή «Ουδέτερον ήµισυ». Σ’ ένα θεατρικό κείµενο, όµως, τα πράγµατα είναι πιο σύνθετα. Πρέπει να γεννηθεί η ιδέα, να τη σκεφτείς καλά, να σε παιδέψει, και να καταλήξεις στη λύση. Το πώς, δηλαδή, θα δοµήσεις έναν κόσµο -χαρακτήρες, σχέσεις, συγκρούσεις, πτώσεις, ανατάσεις- που θα υπηρετήσει και θα αναδείξεις αυτή την ιδέα.
Είσαι αισιόδοξος άνθρωπος;
Όχι, δεν είµαι αισιόδοξος. Όµως, ακόµη και στις πιο σκοτεινές περιόδους διατηρώ µια µικρή υπέρλογη ελπίδα.
Ποιες είναι οι αναζητήσεις σου ως καλλιτέχνης;
∆εν θα έλεγα ότι έχω αναζητήσεις, περισσότερο έχω µια διαρκή επιθυµία να δηµιουργώ. Και αν µέσα απ’ αυτή τη δηµιουργία, που είναι καθαρά προσωπική ανάγκη, βρουν έκφραση οι αγωνίες και οι ελπίδες άλλων ανθρώπων, τότε θα έχω καταφέρει κάτι.
Έχεις βραβευθεί για τη δουλειά σου και µε πρώτο βραβείο του ΘΟΚ. Πώς εισέπραξες αυτή τη σηµαντική διάκριση;
Είχα την τύχη αυτό να συµβεί δύο φορές. Το 2015 για το «Απόψε θα πετάξω την τέφρα σου» (ΘΟΚ, σκηνοθεσία Μαγδαλένα Ζήρα) και το 2017 για το έργο «Της οικίας ηµών εµπιπραµένης» (Οµάδα «Κατ’ οίκον», σκηνοθεσία Σώτος Σταυράκης). Ήταν και στις δύο περιπτώσεις µεγάλη η χαρά, αλλά και η ευγνωµοσύνη προς τους συντελεστές που ανέδειξαν τα κείµενα και προς τον κόσµο που αγκάλιασε τις παραστάσεις. Το θέατρο είµαι µια οµαδική υπόθεση, αυτές οι διακρίσεις θα πρέπει να αντιµετωπίζονται πάντα µέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Το ότι, λόγου χάριν, έλαβα το βραβείο συγγραφής για την «Τέφρα» δεν οφείλεται και στη σπουδαία ερµηνεία της Αννίτας Σαντοριναίου;
Ποια χρόνια θυµάσαι πιο έντονα από τη ζωή σου;
Θα έλεγα την περίοδο 2006-2007 όταν έζησα στη Μαλαισία. Εκεί έγραψα την «Τέφρα» που ήταν το εισιτήριο για να µπω στον χώρο της τέχνης. Εύχοµαι να κρατήσει το ταξίδι, όµως και µέχρις εδώ να ήτανε, είµαι σίγουρα τυχερός που το έζησα.
Πιστεύεις ότι τα µεγάλα έργα είναι αποτέλεσµα µυαλού ή ψυχής;
Νοµίζω πως τα µεγάλα έργα προκύπτουν όταν ο δηµιουργός συντονιστεί µε το συλλογικό αίσθηµα. Όταν το πνεύµα του δώσει σχήµα στην περιρρέουσα λύπη και την κοινή ελπίδα. Όταν η ψυχή του δηµιουργού γίνει αγωγός αυτής της συλλογικότητας το έργο είναι µεγάλο σε αξία επειδή είναι οικουµενικό.
Σε τι εστιάζεις αυτή την περίοδο στη δουλειά σου;
Είµαι εστιασµένος στον «Ύπερο», ένα ιδιαίτερο κείµενο που θα παρουσιαστεί στην Biennale της Λάρνακας τον Νοέµβριο. Το έργο σκηνοθετεί ο Αιµίλιος Χαραλαµπίδης, ερµηνεύουν ο ∆ηµήτρης Αντωνίου και η Λένια Σορόκου, οι πέντε παραστάσεις θα δοθούν σε ένα υπέροχο νεοκλασικό σπίτι, το Youth Makerspace στο κέντρο της Λάρνακας. Παράλληλα δουλεύω πάνω σε ένα καινούριο θεατρικό έργο, επεξεργάζοµαι όµως και παλαιότερα κείµενα.
Ποια είναι τα µελλοντικά σχέδια και οι στόχοι γύρω από τη δουλειά σου;
Θα ήθελα να παραµείνω ενεργός και δηµιουργικός µέσα στη γραφή. Να εµπλουτίζω τα θέµατά µου, να εξελίσσω τη φωνή µου. Και αν κάποια από αυτά τα κείµενα βρίσκουν κατά καιρούς µια δίοδο προς το κοινό, είτε το θεατρικό είτε το αναγνωστικό, τότε θα είµαι ευτυχής.
Ποιο είναι το όραµά σου για την πόλη µας τη Λάρνακα, όπου ζεις και δηµιουργείς;
Η Λάρνακα έχει αρχίσει εδώ και λίγα χρόνια να βελτιώνεται. Θέλω να δω αυτή την πορεία να ενισχύεται περαιτέρω. Θέλω να δω ένα δηµαρχείο, αναφέροµαι στο κτίριο, που να µην προσβάλλει την πόλη, την ιστορική λέσχη «Κίτιον» να γίνεται ένα κέντρο τεχνών, την ανύπαρκτη θεατρική ανάπτυξη να επιστρέφει στην πόλη µας. Θέλω τη λεωφόρο Αθηνών να είναι ένα πραγµατικό κόσµηµα χωρίς καζαντί και άλλα φαιδρά. Θέλω να δω τους οικισµούς του Τουρκοµαχαλά και του Αγίου Ιωάννη να γίνονται πυρήνες µνήµης και τέχνης. Είµαστε µια µικρή και χαριτωµένη πόλη, αυτό πρέπει οπωσδήποτε να διαφυλαχθεί. Θέλουµε ήπια ανάπτυξη που να σέβεται τη φυσιογνωµία και την ιστορία της Λάρνακας.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο 66ο τεύχος της τοπικής εφημερίδας L.A Voice Alternative Newspaper