Αγγέλα Καϊμακλιώτη

Λάρνακα, η Πατρίδα μιας Γλυκόπικρης Ανάστασης

Της Αγγέλας Καϊμακλιώτη

Ο Λάζαρος δεν κουβαλούσε μόνο την ανάμνηση του θανάτου, αλλά και τη σφραγίδα της εξορίας. Το θαύμα τον ξανάφερε στη ζωή, μα η ζωή δεν τον περίμενε με ανοιχτές αγκάλες. Τον έδιωξε η Ιερουσαλήμ, τον φοβήθηκαν οι άνθρωποι. Και τότε έγινε πρόσφυγας, ένας ξένος μέσα στην ίδια του την ύπαρξη. Βρήκε γαλήνη στο Κίτιο, στη Λάρνακα, στην άκρη της Μεσογείου, εκεί όπου η θάλασσα ξεπλένει την ξενιτιά κι η αλμύρα διδάσκει υπομονή.

 

Όπως κι εμείς. Πρόσφυγες του 1974, ξεριζωμένοι από τις οικογενειακές μας αυλές στη Μεσαορία, ήρθαμε στη Λάρνακα όχι για να ζήσουμε όπως πριν, μα για να συνεχίσουμε. Με σπίτια δανεικά, με μνήμες που δεν χώραγαν στα νέα δωμάτια. Μα αυτή η πόλη, πληγωμένη κι η ίδια από τους ανέμους της Ιστορίας, μας δέχτηκε χωρίς ερωτήσεις.

 

τύλιξε με το φως της, μας έμαθε πώς να στεκόμαστε όρθιοι μέσα από τη σιωπή. Κι έτσι, οι δρόμοι της Λάρνακας γέμισαν με φωνές από την Αμμόχωστο, από την Καρπασία, από τη Λύση, από τα Λιμνιά, από την Κοντέα, από το Σπαθαρικό, από την Ακανθού… Τα προσφυγόπουλα μεγάλωσαν, οι σκηνές έγιναν τοίχοι, τα δάκρυα στέγνωσαν χωρίς να ξεχαστούν. Όλοι εμείς, οι μικροί Λάζαροι του Πολέμου, περπατήσαμε στους ίδιους δρόμους που κάποτε βάδισε κι εκείνος, με το βάρος της απώλειας και την ελπίδα μιας ήρεμης γωνιάς.

 

Ίσως γι’ αυτό να με συγκινεί ο Λάζαρος. Όχι για το θαύμα, μα για την προσφυγιά του. Για το ότι αναστήθηκε για να περπατήσει μόνος. Κι εγώ, προσφυγάκι τότε, κουβαλούσα στα παιδικά μου χέρια το ίδιο άχθος. Την επιβίωση μετά την απώλεια. Και σήμερα, καθώς κοιτάζω αυτή την πόλη που αγκάλιασε και μένα και εκείνον, νιώθω πως ίσως τελικά το χώμα θυμάται.

 

Πως ίσως η Λάρνακα δεν είναι απλώς καταφύγιο, αλλά και ορμητήριο! Ένας τόπος που γνωρίζει, που σωπαίνει, που αντέχει αλλά που συνεχίζει, μεγαλώνει, ανθοφορεί και δίνει καρπούς…

 

Όπως κι εμείς. Αγγέλα Καϊμακλιώτη Σάββατο του Λαζάρου, Απρίλης 2025

Σχετικά νέα

X
Translate »