Γενικά
Λάρνακα: Το Δικαστήριο απέρριψε νέα αγωγή για το “κούρεμα” των καταθέσεων
Την απόρριψη από το Δικαστήριο νέας αγωγής για την απομείωση των καταθέσεων το 2013 ανακοίνωσε η Νομική Υπηρεσία.
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απέρριψε την Πέμπτη αγωγή κατά της Δημοκρατίας σε σχέση με υπόθεση που αφορά σε απομείωση καταθέσεων στην Λαϊκή Τράπεζα το 2013.
Στην απόφαση αναφέρεται ότι «η μη λήψη των μέτρων για εξυγίανση θα έφερε την Κύπρο σε δεινή οικονομική κατάσταση, αφού το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα αποσταθεροποιείτο και θα κατέρρεε με καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία της χώρας και την κοινωνία [… και ότι] οι συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον Μάρτιο 2013 δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν στην κατάληξη ότι, συνέτρεχαν λόγοι δημόσιου συμφέροντος και τα μέτρα εξυγίανσης».
Η αγωγή στρεφόταν κατά της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου υπό την ιδιότητα της ως η Αρχή Εξυγίανσης δυνάμει του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου 17(Ι)/2013, της Λαϊκής Τράπεζας, της Τράπεζας Κύπρου και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κατά την εξέλιξη της υπόθεσης, οι ενάγοντες απέσυραν την αγωγή εναντίον όλων των εναγόμενων, πλην της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου.
Στην Απόφασή του το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στην Κυπριακή Δημοκρατία και στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου για θέματα επόπτευσης και ευθύνης για την κατάρρευση των τραπεζών, εξ ου και απέρριψε τις αξιώσεις των εναγόντων. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης πως ούτε μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στη Δημοκρατία για την αποδοχή και συγκατάθεσή της στην απομείωση των Ελληνικών Ομολόγων των κυπριακών τραπεζών και δη της Λαϊκής Τράπεζας, καθώς το Κράτος, όπως δέχθηκε και μάρτυρας των εναγόντων κατά την αντεξέτασή του από τη Νομική Υπηρεσία, δεν μπορούσε να επέμβει στην επιχειρηματική απόφαση των τραπεζών για αγορά ελληνικών ομολόγων.
Το Δικαστήριο αφού απέρριψε τις αξιώσεις και την αγωγή των εναγόντων, επιδίκασε έξοδα προς όφελος της Δημοκρατίας.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκαν η Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας Έλλη Φλωρέντζου και η Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ κα Ζήνα Χαραλάμπους.