Πολιτιστικά
Ο ευγενής «μουσειοπλάστης» από τη Λάρνακα
Ο Δημήτρης Πιερίδης περιγράφει στην «Κ» την αγάπη του για την αρχαία κυπριακή τέχνη και το πάθος του για τα μουσεία
Είναι πολύ μεγάλη αγάπη η αρχαιολογία, και για τον συλλέκτη ακόμη μεγαλύτερη είναι η ευχαρίστηση όταν το αντικείμενο που απέκτησε προέρχεται από την ίδια του την πατρίδα
Ο Δημήτρης Πιερίδης είναι από τους ανθρώπους που θα ήθελες να συζητάς για πάρα πολλές ώρες, να λες απλώς μια λέξη και να τον αφήνεις να διηγείται. Πρόκειται για έναν άνθρωπο με πάρα πολύ χιούμορ, που ξέρει πώς να κάνει τον φιλοξενούμενό του να νιώσει άνετα. Συνάντησα τον κ. Πιερίδη στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ιδρύματος Πιερίδη στη Λάρνακα, όπου βρίσκεται και η ιδιωτική κατοικία του. Το ίδιο το κτήριο είναι ιστορία, και αν το προσέξεις καλά και το αφουγκραστείς μπορείς να ακούσεις τις ιστορίες ολόκληρης της οικογένειας Πιερίδη. Με τον κ. Πιερίδη μιλήσαμε για αρκετή ώρα, εν όψει και της εκδήλωσης που προγραμματίζεται από το Δημοτικό Κέντρο Τεχνών (NIMAC) προς τιμήν του στις 30 Οκτωβρίου. Όπως μου είπε η δημιουργία μουσείων και χώρων πολιτισμού είναι κάτι σαν εθνική υποχρέωση και μάλιστα ο τίτλος «Μουσειοπλάστης» που του δόθηκε κατά τα εγκαίνια έκθεσης στην Ερμούπολη της Σύρου, τον εκφράζει πλήρως.
–Είστε γόνος μιας εκ των ιστορικοτέρων οικογενειών της Κύπρου.
–Να σας πω ότι οι πρόγονοί μου ήλθαν από τα Επτάνησα, στα μέσα του 1700. Η δική μου οικογένεια ήλθε από τη Ζάκυνθο το 1753 με διάταγμα του δόγη της Βενετίας ως πρόξενοι της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας στην Κύπρο. Ο υιός Δημήτριος και ο πατέρας του Πιεράκης ως δραγομάνος. Ο Δημήτριος απέκτησε τον νεότερο Πιεράκη, ο οποίος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και του ανετέθη το προξενείο του Ενωμένου Κράτους Λομβαρδίας – Βενετίας, παρόλο που ήταν πρόξενος, προσεκλήθη από τον Οθωμανό διοικητή της Κύπρου, και όταν έφτασε είχαν ήδη συλληφθεί ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και οι υπόλοιποι ιεράρχες. Την επομένη ο διοικητής ζήτησε από τον Πιεράκη Δημήτριο να αλλαξοπιστήσει για να σώσει τη ζωή του και του απήντησε εκείνος «Εμμένειν», που είναι και στο έμβλημα του Ιδρύματος Πιερίδη. Τον καρατόμησαν και εκείνον. Παρόλο, λοιπόν, που είμαστε 11 γενιές στη Λάρνακα, οι ρίζες της οικογένειας είναι επτανησιακές και από τον προπάππο και από την προμάμη, η οποία κατήγετο από μία πολύ σημαντική οικογένεια της Κεφαλληνίαςς από το Ληξούρι, την οικογένεια Καρύδη, με απώτατη καταγωγή από τη Σικελία. Η Μαριού, από την Κεφαλονιά παντρεύτηκε τον Δημητράκη.
–Εσείς τι είστε κ. Πιερίδη;
–Εγώ είμαι Έλληνας και όταν σε παλαιότερη συνέντευξή μου πάλι στην Καθημερινή, με είχαν ρωτήσει «αν δεν είστε Έλληνας τι θα ήσασταν;», τους απάντησα φιλέλλην!
–Νιώθετε κάποιου είδους ευθύνη φέρνοντας το όνομα Πιερίδη;
–Όχι μόνο ευθύνη, αλλά και υποχρέωσή μου να συνεχίσω τις αρχαιολογικές συλλογές πέντε γενεών. Αρχικά το θεώρησα ως ελάχιστο εθνικό καθήκον, μετά αγάπησα τόσο πολύ την αρχαία κυπριακή τέχνη –ιδίως την προϊστορία– και με πάθος πλέον συνέλλεγα. Τολμώ να πω ότι ήμουν «τυχερός» στην ατυχία της Κύπρου, διότι την περίοδο των διακοινοτικών, στους τ/κ θύλακες γινόντουσαν ανεξέλεγκτα εκσκαφές… όχι ανασκαφές, και δεν μπορούσε να επέμβει η Αστυνομία. Δυστυχώς, σε σημαντικά νεκροταφεία προϊστορικά, όπως στον Κοτσιάτη, στο Μαρκί, ή στη Σουσκιού στην Πάφο, που βρέθηκαν στους τ/κ θύλακες γινόταν τρομερές παράνομες εξαγωγές, από τους πάντες, οπότε σκέφτηκα να έρθω σε επαφή με κάποιους Τ/κ και διπλασίασα τις τιμές και όταν έμαθαν ότι υπάρχει ένας «τρελός» στην Αμμόχωστο –όπου ζούσα τότε–, ο οποίος προσφέρει περισσότερα για αγορά, είχα την πρώτη επιλογή… και έτσι μπόρεσα και συνέλεξα 620 αριστουργήματα.
–Η συλλεκτική σας καριέρα δηλαδή ξεκίνησε τότε;
–Η μόνη συλλογή που έκανα μικρότερος, ζώντας σε ένα σπίτι γεμάτο αρχαιότητες, κάτι το πολύ βαρύ για ένα παιδί, που δεν μπορούσε καν να παίξει μέσα στο σπίτι, ήταν να μαζεύω φωτογραφίες από έργα τέχνης που έχουν περισσότερο χρώμα, για να δώσω ζωντάνια στον χώρο.
–Τι είναι για εσάς η συλλογή αρχαιοτήτων;
–Είναι πολύ μεγάλη αγάπη η αρχαιολογία, και για τον συλλέκτη ακόμη μεγαλύτερη είναι η ευχαρίστηση όταν το αντικείμενο που απέκτησε προέρχεται από την ίδια του την πατρίδα. Υπάρχουν αριστουργηματικά μουσεία στο εξωτερικό, που δεν έχουν τη δική μας ιστορία, και αποτελούνται κυρίως από δωρεές συλλογών. Δεν νομίζω ότι σκιρτά η καρδιά κάποιου, απλώς τα θαυμάζει… Όταν εγκαινιάσαμε με τον τότε πρόεδρο Γλαύκο Κληρίδη την έκθεση κυπριακών αρχαιοτήτων στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, πραγματικά αισθανόμουνα μία πολύ βαθιά συγκίνηση και είπα στον πρόεδρο… «νομίζω, πρόεδρε, ότι με την παρουσία μας νομιμοποιήσαμε την αρχαιοκαπηλία του Τσεσνόλα», και εκείνος πολύ σωστά μού απάντησε, «ναι, Δημήτρη μου, αλλά 15 με 20 χιλιάδες επισκέπτες την ημέρα βλέπουν την Κύπρο». Σκέπτομαι τώρα εγώ, αν όλα αυτά ευρίσκοντο εδώ πού θα παρουσιαζόντουσαν; Στις αποθήκες των επαρχιακών μας μουσείων, που της Λάρνακας και της Πάφου είναι ακόμη κλειστά; Σε εκείνο της Λευκωσίας που ακόμη δεν έχει μετακινηθεί και ειλικρινά χαίρομαι όταν έρχονται εδώ αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων, γενικότερα επισκέπτες και βλέπουν 9.000 χρόνια αρχαίας κυπριακής τέχνης και φεύγουν ευχαριστημένοι, έχοντας δει και την ελληνικότητα της Κύπρου.
–Έχουμε, λέτε, δηλαδή μουσειολογικό πρόβλημα;
–Σοβαρότατο πρόβλημα. Είναι τέτοιος ο αρχαιολογικός πλούτος μας και αυτό το τεράστιο πολιτιστικό μας όπλο πρέπει να το προβάλλουμε ακόμη περισσότερο. Μπορεί στο πολιτικό θέμα να υπάρχουν διάφορα αντεπιχειρήματα στα δικά επιχειρήματα. Πώς μπορούν όμως να διαψεύσουν ότι η Μεγαλόνησος με τον ευρύτερο ελληνικό χώρο αποτελούν την κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού; Τα αντικείμενα που υπάρχουν στα μουσεία μας είναι η απόδειξη.
–Ως κράτος χρησιμοποιούμε αρκετά αυτό το όπλο;
–Όχι όσο θα έπρεπε. Εμείς, βέβαια, εμείς ως Ίδρυμα ναι. Πρόπερσι για παράδειγμα συμμετείχαμε σε πέντε εκθέσεις εκτός Κύπρου με αρχαιότητες του μουσείου μας, ως Κύπρος. Πρέπει να πω ότι εμείς με εννέα μουσειακούς χώρους, καλύπτοντας σχεδόν όλους τους τομείς της τέχνης είμαστε εξωστρεφείς. Και έχω δεχθεί με ευγνωμοσύνη από εννέα αρχηγούς ευρωπαϊκών κρατών έντεκα τιμητικές διακρίσεις και αυτό είναι μια αναγνώριση της ίδιας της Κύπρου. Όταν το 1970 εστάλη η πολύ σημαντική έκθεση «Θησαυροί της Κύπρου» σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στη Στοκχόλμη ο αρχαιολόγος βασιλιάς της Σουηδίας Γουσταύος ΣΤ΄ Αδόλφος (είχε διενεργήσει ανασκαφές στην Κύπρο τη δεκαετία του ’30), είπε: «Η μικρή μεγάλη Κύπρος και πόσα της οφείλουμε στον δικό μας δυτικό πολιτισμό. Έκανε μάλιστα και μια παρέμβαση που εξέπληξε, λέγοντας: «Θέλω να ξέρετε ότι χάρις σε έναν Κύπριο φιλόσοφο, από την ιδιαίτερη πατρίδα του πέμπτης γενιάς προξένου μας, Δημήτρη Πιερίδη, ο Ζήνων Κιτιεύς ακόμη και σήμερα επηρεάζει την πολιτική σκέψη του δυτικού πολιτισμού». Αυτά λένε κάτι.
–Σας αρέσει κύριε Πιερίδη ο τίτλος «άνθρωπος του πολιτισμού»;
–Η εφημερίδα σας παλαιότερα με είχε αποκαλέσει «ο μουσειοπλάστης», κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ, όταν εγκαινιάσαμε στην Ερμούπολη της Σύρου, έκθεση προς τιμήν του Δημήτριου Πιερίδη (παππούς του παππού μου), ο οποίος το 1830 ξεκίνησε την αρχαιολογική συλλογή. Τότε, λοιπόν, λειτουργούσαν ήδη το Σπίτι της Κύπρου, η Πινακοθήκη της Γλυφάδας, την Πινακοθήκη των Κυκλάδων στην Ερμούπολη, οπότε μου απέδωσαν τον τίτλο του μουσειοπλάστη. Είναι η ζωή μου ο πολιτισμός, είμαι τόσο πολύ συνυφασμένος με τα εννέα μας μουσεία, που με σταμάτησαν στον δρόμο στην Αθήνα δύο άγνωστές μου κυρίες και μου είπαν: «Μήπως είστε ο κ. Πιερίδης, το Μουσείο;», εγώ απάντησα, ελπίζω να εννοείτε σύγχρονης τέχνης, αλλά μη βιάζεστε τόσο.
–Υπάρχουν αντικείμενα που έχετε αναζητήσει και δεν έχετε καταφέρει να αποκτήσετε; Έχετε αρχαιολογικό απωθημένο;
–Το συλλεκτικό πάθος δεν έχει όρια και ό,τι δεις πως έχουν οι άλλοι ζηλεύεις. Δεν μπορείς, όμως, να τα έχεις όλα. Πρέπει να ομολογήσω ότι κατά την ας την πούμε εκστρατεία μου την περίοδο 1964-1974 στα τ/κ χωριά μπόρεσα και συγκέντρωσα πάμπολλα αριστουργήματα, ιδίως από την προϊστορική εποχής που την ξεχωρίζω, και αυτό που αγαπώ περισσότερο είναι τα χειροποίητα ερυθρά στιλβωτά αγγεία του 2300-1950 π.Χ. της πρώιμης Εποχής του Χαλκού.
Φτάσαμε στον κορεσμό
–Μιας και μιλάμε για είδη… πώς βλέπετε την τέχνη σήμερα;
–Να πω ότι μου αρέσει η σύγχρονη τέχνη, η πραγματική ζωγραφική και γλυπτική. Δεν μου αρέσει η υπεραπλούστευση στην τέχνη… όχι τα απολύτως αφηρημένα, που πρέπει να σου τα εξηγήσει ο κάθε υστερικός της τέχνης… Ελπίζω, πάντως, ότι θα επανέλθουμε σιγά-σιγά στην τέχνη του Ρομαντισμού. Φοβάμαι ότι οι ιστορικοί της τέχνης μετά από πενήντα-εξήντα χρόνια, αν δουν φωτογραφίες σημερινών έργων θα πουν «τι έκαναν τότε αυτοί οι άνθρωποι με τόσα παραδείγματα…». Στην ηλικία μου προσπαθώ να αφομοιώσω συνεχώς νέους όρους, με τέτοια ταχύτητα εξελίσσονται όλα και όταν θα υπάρξει ο κορεσμός τότε θα επανέλθουμε στον ρομαντισμό που στο κάτω-κάτω είναι η ανθρώπινη φύση η ίδια.
–Έχουμε φτάσει στον κορεσμό στην τέχνη;
–Ναι, πράγματι… ο άνθρωπος ο ίδιος, ως άτομο, θα κουραστεί και θα επανέλθει στον εαυτό του.
–Η σύγχρονη κυπριακή τέχνη σήμερα;
–Έχει αρκετά να επιδείξει και χαίρομαι διότι και τα νέα παιδιά ασχολούνται έχουν αποφύγει την υπεραπλούστευση, είτε στην κατασκευή, είτε στη γλυπτική. Δεν μπορεί για παράδειγμα ένας γλύπτης για μήνες ολόκληρους να δουλεύει πάνω στο μάρμαρο για να σου παρουσιάσει ένα αριστούργημα και κάποιος άλλος να πετάει το ένα πάνω στο άλλο τέσσερα καμένα ξύλα και να σου λέει: το τέλος της ύπαρξής μας στον πλανήτη και πρέπει εσύ να στέκεις με θαυμασμό απέναντι και να λες… «Α! λιποθυμώ!».
–Το Ίδρυμα Πιερίδη πώς συστήθηκε;
–Είχα συστήσει πριν από την εισβολή το Ίδρυμα εις μνήμη των προγόνων μου με δωρεά όλων των συλλογών σε αυτό για να υπάρξει μία συνέχεια. Σήμερα με το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου προχωράμε χέρι με χέρι. Προχώρησα και στην Ελλάδα να δημιουργήσω το τρίπτυχο Αρχαιολογία, Λαϊκή Τέχνη και Σύγχρονη Τέχνη. Το 1996 που επέστρεψα στην Κύπρο δημιουργήθηκαν εδώ το Δημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας – Συνεργασία Ίδρυμα Πιερίδη, το Εθνογραφικό στο Αυγόρου με τις συλλογές της μητέρας μας, το Αρχαιολογικό Μουσείο Πιερίδη, και το Ίδρυμα Θαλάσσιας Ζωής με τον Γιώργο Τορναρίτη και μαζί με τον Δήμο της Αγίας Νάπας το Μουσείο Θάλασσα
–Για το Δημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας τι έχετε να πείτε;
–Έγιναν εκεί σπουδαίες εκθέσεις, σημαντικά πράγματα και θα γίνουν ακόμη περισσότερα υπό τη διεύθυνση ενός εξαίρετου ανθρώπου, του Γιάννη Τουμαζή. Θα πρέπει να πω ότι χρειάζονται δύο πράγματα, η συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση και το ανάλογο κτήριο. Όταν ο πολύ φιλοπρόοδος τότε δήμαρχος Λευκωσίας Λέλλος Δημητριάδης επισκέφθηκε την Πινακοθήκη μου στη Γλυφάδα και είδε 1500 τετρ. μ. μού είπε «έλα στη Λευκωσία να δούμε κάτι», ήταν το μισοκαμένο κτήριο της παλιάς Ηλεκτρικής από το 1947 εγκαταλελειμμένο. Ας είναι καλά και ο φιλότεχνος πρώην πρόεδρος Γ. Βασιλείου, που κανόνισε ένα συμβολικό μίσθωμα, μας παραχωρήθηκε το κτήριο με τον όρο να συνεργαστεί το Ίδρυμα με τον Δήμο Λευκωσίας. Κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η Λευκωσία θα έμπαινε στον χάρτη των μεγάλων ετήσιων ευρωπαϊκών εκδηλώσεων.
Η ζωή με χιούμορ
–Παίρνετε τη ζωή με χιούμορ κ. Πιερίδη;
–Δεν το έχετε αντιληφθεί ώς τώρα; Το χιούμορ είναι ένα τεράστιο παυσίπονο. Όταν μου είπαν μια Πέμπτη πρωί πως ό,τι δημιούργησα στα πιο παραγωγικά χρόνια της ζωής μου στην Αμμόχωστο τα έχασα… εγώ κοίταξα μπροστά και εργάστηκα στον Πειραιά, στα ναυτιλιακά γραφεία του Ευγένιου Ευγενίδη. Έβλεπα τη ζωή με καινούργιο φακό και πάντοτε με αισιοδοξία και χιούμορ.
–Εκείνη η νέα αρχή πώς ήταν σε σχέση με την τέχνη;
–Κατ’ αρχάς δημιούργησα την Πινακοθήκη μου στη Γλυφάδα. Τότε έκανα κάτι που έπρεπε να γίνει, να γεφυρώσω το ψυχολογικό χάσμα που είχε προκαλέσει η εισβολή του 1975 μεταξύ Ελλαδιτών και Κυπρίων. Τότε πήρα ένα μεγάλο μέρος της Πινακοθήκης μου και πήγα σε 32 πόλεις και νησιά της Ελλάδας με το σύνθημά «Ενιαίος και αδιαίρετος ο ελληνικός πολιτισμός Κύπρου και Ελλάδας», παρουσιάζοντας έργα Ελλαδιτών και Κυπρίων. Έγινε θεωρώ σπουδαία δουλειά και με το Σπίτι της Κύπρου άλλη τόση.